Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτοβιομηχανία η [artoviomixanía] Ο25 : η βιομηχανία παρασκευής ψωμιού.
[λόγ. αρτο- + βιομηχανία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτοβιομηχανία [artoviomixanía] η, (L)
- industry or factory producing bread or bakery products (syn phr βιομηχανία άρτου)
[fr kath (neol) αρτοβιομηχανία, cpd of άρτος & βιομηχανία]