Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτιότητα η [artiótita] Ο28 : η ιδιότητα του άρτιου, η πληρότητα: H ~ της οργάνωσης / του έργου / της μελέτης. H εργασία του διακρίνεται για την αρτιότητά της. Επιστημονική / καλλιτεχνική / τεχνική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀρτιότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτιότητα [artiόtita] η, (L)
- ① wholeness, completeness, entireness, integrity (syn ακεραιότητα 1, πληρότητα):
- ό,τι βγάζω το διαθέτω για πράγματα, που καλύπτουν την ανάγκη μου για αισθητική ~ |
- απαιτείται ~ και συμμετρία του πνεύματος, για να φιλοσοφήσει κανείς αληθινά (Theodorakop) |
- χάνεις .. την αρτιότητά σου και γίνεσαι ένα λειψό και ισχνό κλάσμα ανθρώπου (Papanoutsos)
- ② excellence, perfection (syn άρτιο 1, near-syn τελειότητα):
- εκφραστική, λογοτεχνική, πλαστική, τεχνική ~ |
- ~ της ζωής, του λόγου, της μορφής, της παράστασης |
- το χρόνο δεν μπορεί να τον νικήσει παρά μόνον η ~ του ύφους (Michelis) |
- δεν θυσιάζει τίποτε από την ~ του σχεδίου του (Karouzos) |
- συνεργάζονταν πολλοί καλλιτέχνες σε ένα κομψοτέχνημα, ώστε ούτε μια λεπτομέρεια να μην ξεφύγει από την ~ (Thrylos) |
- η σημασία του μυθιστορήματος .. βρίσκεται .. στην απλότητα και την ~της σύνθεσης (Sachinis)
[fr kath αρτιότης ← K, AG ἀρτιότης]
- ① wholeness, completeness, entireness, integrity (syn ακεραιότητα 1, πληρότητα):