Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτιμέλεια η [artimélia] Ο27 : η ιδιότητα του αρτιμελούς, η σωματική ακεραιότητα.
[λόγ. αρτιμελ(ής) -εια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτιμέλεια [artimélia] η, (L)
- quality of having an able body, soundness of limb (ant αναπηρία 1a):
- σωματική ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αρτιμέλεια, der of αρτιμελής]
- quality of having an able body, soundness of limb (ant αναπηρία 1a):