Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτιγέννητος -η -ο [artijénitos] Ε5 : (λόγ.) που έχει γεννηθεί πρόσφατα· νεογέννητος: Aρτιγέννητο βρέφος.
[λόγ. < ελνστ. ἀρτιγέννητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτιγέννητος, -η, -ο [artiyénitos] (L)
- ① newborn (syn νεογέννητος):
- αρτιγέννητο άρρεν τέκνο
- ② fig recently come into existence (syn νεογέννητος):
- αρτιγέννητα προβλήματα |
- θα προστατεύσομε την αρτιγέννητη δημοκρατία |
- περπατούσα .. με το κεφάλι πιο σηκωμένο και με το αρτιγέννητο μουστάκι .. στριμμένο αλά Kάιζερ (Xenop) |
- το κεφάλαιο αυτό, το πιο αρτιγέννητο της λογοτεχνίας μας (sc η ταξιδιωτική πεζογραφία) είναι κιόλας πλήρες (Diktaios) |
- θα οδηγήσει σε ποιοτικές ενέργειες την αρτιγέννητη τότε Ένωση των Συντακτών (Diomatari)
[fr kath αρτιγέννητος ← K ἀρτιγέννητος, cpd w. γεννητός]
- ① newborn (syn νεογέννητος):