Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτηριοσκληρωτικός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτηριοσκληρωτικός -ή -ό [artiriosklirotikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρτηριοσκλήρωση. 2. που πάσχει από αρτηριοσκλήρωση. || (ως ουσ.) ο αρτηριοσκληρωτικός. 3. (μτφ.) που είναι προσκολλημένος σε παλιές, οπισθοδρομικές αντιλήψεις, που αντιδρά σε καθετί το νεωτεριστικό· αντιδραστικός, οπισθοδρομικός: H γραφειοκρατική και αρτηριοσκληρωτική οργάνωση των υπηρεσιών. Aρτηριοσκληρωτικές αντιλήψεις. || (ως ουσ.) ο αρτηριοσκληρωτικός. αρτηριοσκληρωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αρτηριοσκλήρω(σις) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτηριοσκληρωτικός1 [artiriosklirotikós] ο, (L) med
  • person suffering fr arteriosclerosis, arteriosclerotic:
    • τα κεφαλόποδα, λόγω της χοληστερίνης που περιέχουν, απαγορεύονται στους αρτηριοσκληρωτικούς

[substantiv. m of αρτηριοσκληρωτικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτηριοσκληρωτικός2, -ή, -ό [artiriosklirotikós] (L)
  • ① med of or pertaining to hardening of the arteries, arteriosclerotic (syn αρτηριοσκληρυντικός):
    • αρτηριοσκληρωτική επιδημολογία |
    • αρτηριοσκληρωτική στένωση |
    • αρτηριοσκληρωτικές παραμορφώσεις των αιμοφόρων αγγείων
  • ② fig impervious to change, old-fashioned, inflexible, ossified (syn αρτηριοσκληρωμένος 2, near-syn απολιθωμένος 2b):
    • αρτηριοσκληρωτική ηγεσία |
    • αρτηριοσκληρωτική αρχαιολατρεία, παράδοση |
    • αρτηριοσκληρωτικό δόγμα, έργο |
    • αντιφέρεται .. προς τ' απολιθωμένα σχήματα, προς τις αρτηριοσκληρωτικές αντιμετωπίσεις των θεμάτων (Panagiotop)

[fr kath (neol) αρτηριοσκληρωτικός, cpd w. kath (Koumanoudis) σκληρωτικός 'sclerosed, sclerotic']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες