Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτηριοσκλήρωση η [artiriosklírosi] & αρτηριοσκλήρυνση η [artiriosklí rinsi] Ο33 : 1.(ιατρ.) νόσος των αρτηριών που επιφέρει ελάττωση ή απώλεια της ελαστικότητάς τους. 2. (μτφ.) η προσκόλληση σε παλιές, οπισθοδρομικές αντιλήψεις, η αντίδραση σε καθετί το νεωτεριστικό.
[λόγ. < γαλλ. artériosclérose < αρχ. ἀρτηρί(α) -ο- + sclérose < ελνστ. σκλήρω(σις) -ση· λόγ. αρτηριο(σκλήρωσις) σκλήρυνσις]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτηριοσκλήρωση [artiriosklírosi] η, (L)
- ① med hardening of the arteries, arteriosclerosis (syn αρτηριοσκλήρωση):
- να επεμβούμε αποτελεσματικά, για να δαμάσουμε την επιδημία που λέγεται ~ |
- η γυμναστική βοηθάει την καλύτερη κυκλοφορία του αίματος, που σημαίνει λιγότερη ~ |
- είχανε ~, δύσπνοια, μ' ένα λόγο στηθοστένεψη (Psichari)
- ② fig attachment to old-fashioned and inflexible ideas, imperviousness to change, ossification (near-syn απολίθωση 2b):
- πνευματική ~ |
- το Bυζάντιο και η Mεσαιωνική Eυρώπη πέθαναν από ~ (Evelpidis, adapted) |
- να τεθεί τέρμα στην ~, στη νάρκη και στον οικονομικοκοινωνικό μαρασμό (Kyriakidis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρτηριοσκλήρωσις (← ISV arteriosclerosis), cpd w. σκλήρωσις]
- ① med hardening of the arteries, arteriosclerosis (syn αρτηριοσκλήρωση):