Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτηριακός -ή -ό [artiriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρτηρίαI: ~ πόρος / σύνδεσμος / κώνος. Aρτηριακό αίμα, που κυκλοφορεί μέσα στις αρτηρίες. Aρτηριακή πίεση, η πίεση με την οποία κυκλοφορεί το αίμα μέσα στις αρτηρίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀρτηριακός `που ανήκει στην τραχεία΄ κατά τη σημ. της λ. αρτηρία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτηριακός, -ή, -ό [artiriakós] (L) anat
- of or pertaining to arterise, arterial:
- αρτηριακή πίεση |
- αρτηριακή απόφραξη, πάθηση |
- αρτηριακό δίκτυο |
- αρτηριακό μόσχευμα arterial graft |
- ~ κώνος infundibulum of the heart |
- αρτηριακό φύσημα arterial murmur |
- το κάπνισμα αυξάνει την αρτηριακή υπέρταση |
- ως εδώ το αίμα είναι με ζωηρό κόκκινο χρώμα, αρτηριακό (Saratsis)
[fr kath αρτηριακός ← MG αρτηριακός ← K ἀρτηριακός, der of ἀρτηρία]
- of or pertaining to arterise, arterial: