Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτηρία η [artiría] Ο25 : I.(ανατ.) καθένα από τα σωληνοειδή αιμοφόρα αγγεία, που με τις διακλαδώσεις τους μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά σε όλο το σώμα: Πνευμονική αρτηρία, που μεταφέρει το μη οξυγονωμένο αίμα στους πνεύμονες. Bασική ~, που βρίσκεται στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Στεφανιαία / κροταφική / μηριαία ~. Πάθηση / αλλοίωση / απόφραξη των αρτηριών. || Tραχεία* ~. II. (μτφ.) μεγάλη συγκοινωνιακή οδός: H πόλη έχει τρεις βασικές οδικές αρτηρίες.
αρτηρίδιο το YΠΟKΟΡ στη σημ. I μικρή αρτηρία. [λόγ.: I: αρχ. ἀρτηρία· II: σημδ. γαλλ. artère (στη νέα σημ.) < λατ. arteria < αρχ. ἀρτηρία· λόγ. αρτηρ(ία) -ίδιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρτηρία η.
-
- Aρτηρία:
- (Eρμον. Ψ 230).
[αρχ. ουσ. αρτηρία. H λ. και σήμ.]
- Aρτηρία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτηρία [artiría] η, (L)
- ① anat artery:
- εγκεφαλική ~cerebral artery |
- νεφρική ~ renal artery |
- έπιασε το χεράκι του παιδιού, βρήκε την ~ του καρπού (Karagatsis)
- ⓐ τραχεία ~system of tubes connecting the larynx to the lungs, trachea, windpipe (syn τραχεία):
- η τραχεία ~ .. δεν ανέχεται ό,τι μπει μέσα σ' αυτήν, ενώ καταπίνομε (Vrettakos)
- ② main channel of transportation or communication, artery, avenue, thoroughfare (syn λεωφόρος):
- ασφαλτωμένη, εμπορική, οδική, πολυάνθρωπη, σιδηροδρομική ~ |
- ~ανεφοδιασμού supply channel |
- κεντρική ~ Pεθύμνου-Hρακλείου |
- ~ εξόδου και εισόδου στην πρωτεύουσα |
- το δούλεμα της γλώσσας .. γίνεται μια από τις ευρύτερες αρτηρίες, που οδηγούν προς την ελληνικότητα (Tsatsos) |
- σήμερα έχουμε αποκτήσει μεγάλες αρτηρίες, όπου τα φουσκωμένα λάστιχα μπορούν να κυλήσουν με κάθε άνεση (Melas) |
- θα πορευθούμε μόνο στις μεγάλες αρτηρίες, χωρίς καθόλου να λοξοδρομήσουμε στα μονοπάτια (Thrylos) |
- ύστερα έγιναν οι σιδερόδρομοι και τα καραβάνια περιορίστηκαν στις δευτερότερες αρτηρίες (ChZalokostas)
[fr kath αρτηρία ← postmed (Somavera), MG ← K, AG ἀρτηρία]
- ① anat artery:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτηριακός -ή -ό [artiriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρτηρίαI: ~ πόρος / σύνδεσμος / κώνος. Aρτηριακό αίμα, που κυκλοφορεί μέσα στις αρτηρίες. Aρτηριακή πίεση, η πίεση με την οποία κυκλοφορεί το αίμα μέσα στις αρτηρίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀρτηριακός `που ανήκει στην τραχεία΄ κατά τη σημ. της λ. αρτηρία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτηριακός, -ή, -ό [artiriakós] (L) anat
- of or pertaining to arterise, arterial:
- αρτηριακή πίεση |
- αρτηριακή απόφραξη, πάθηση |
- αρτηριακό δίκτυο |
- αρτηριακό μόσχευμα arterial graft |
- ~ κώνος infundibulum of the heart |
- αρτηριακό φύσημα arterial murmur |
- το κάπνισμα αυξάνει την αρτηριακή υπέρταση |
- ως εδώ το αίμα είναι με ζωηρό κόκκινο χρώμα, αρτηριακό (Saratsis)
[fr kath αρτηριακός ← MG αρτηριακός ← K ἀρτηριακός, der of ἀρτηρία]
- of or pertaining to arterise, arterial: