Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτεσιανό [artesianό] το, (L)
- artesian well (syn φρέαρ):
- φύτεψαν λουλούδια, βρήκαν πηγές ιαματικές, άνοιξαν αρτεσιανά (Palaiologos) |
- υπάρχουν στους μεγάλους ποταμούς άφθονες εφεδρείες νερού και μπορεί να προστεθούν σ' αυτές δεξαμενές, τεχνητές λίμνες ή αρτεσιανά (Evelpidis)
[fr kath (neol) αρτεσιανόν (sc φρέαρ), substantiv. n of αρτεσιανός]
- artesian well (syn φρέαρ):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρτεσιανός -ή -ό [artesianós] Ε1 : (γεωλ.) ~ υδροφόρος ορίζοντας, υδροφόρος ορίζοντας όπου το νερό βρίσκεται υπό πίεση. Aρτεσιανό φρέαρ / πηγάδι, τεχνητή πηγή (με σκάψιμο ή γεώτρηση) από όπου το νερό αναβλύζει λόγω φυσικής πίεσης, χωρίς άντληση. || (ως ουσ.) το αρτεσιανό, το αρτεσιανό πηγάδι.
[λόγ. < γαλλ. artési(en) -ανός (< Artois, περιοχή της Γαλλίας όπου πρωτοκατασκευάστηκε)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτεσιανός, -ή, -ό [artesianós] (L)
- involving or supplied by the upward movement of underground water by hydrostatic pressure, artesian:
- αρτεσιανό πηγάδι (φρέαρ) artesian well (syn αρτεσιανό) |
- το αρτεσιανό νερό είναι πάντοτε καθαρό (Saratsis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρτεσιανός ← fr Fr puits artésien (der of Artois)]
- involving or supplied by the upward movement of underground water by hydrostatic pressure, artesian: