Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτεμισία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αρτεμισία [artemisía] η, AG & ModG f pers-n
:
  • το μνημείο το είχε σχεδιάσει ο βασιλέας .. Mαύσωλος και το έστησε η αδελφή και σύζυγός του ~(Floros) |
  • οι περισσότερες γυναίκες εδώ (στο λιμάνι της Kαλύμνου) έχουν το όνομα ~, που οι ντόπιοι το λένε Aρτούμισα (Varelas)

[fr postmed (Somavera) Aρτεμισία ← K, AG Aρτεμισία, der of 0Aρτεμις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτεμισία [artemisía] η, bot
  • shrub or herb of the genus Artemisia, mugwort, wormwood (syn αγριαψιθιά 1, αψιθιά)

[der of Aρτεμισία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες