Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρτέμης [artémis] ο, ModG m pers-n (syn Aρτέμιος)
- :
- απάνω σ' αυτό το αγόρι, τον Aρτέμη, απίθωσαν οι μεσόκοποι γονιοί κάτι πρωτοφάνερα γι' αυτούς αισθήματα (GPhPieridis)
[der of Aρτέμιος, q.v.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτέμης [artémis] ο, orn
- oceanic bird of the genus Puffinus or Procellaria, esp Cory's shearwater, Procellaria diomedea:
- οι αρτέμηδες δεν κάνουνε συντροφιά με τα γλαρόνια κι ούτε με τους γλάρους (Segditsas)
[etymology unknown]
- oceanic bird of the genus Puffinus or Procellaria, esp Cory's shearwater, Procellaria diomedea: