Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρσιβαρίστας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρσιβαρίστας ο [arsivarístas] Ο3 : αθλητής που επιδίδεται στο αγώνισμα της άρσης βαρών.

[< φρ. άρσι(ς) βαρ(ών) -ίστας]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσιβαρίστας [arsivarístas] ο, athl
  • weight-lifter:
    • ο τάδε ~εμφανίζεται τριανταπέντε κιλά βαρύτερος μέσα σε τρία χρόνια

[der fr phr άρσις βαρών w. suff -ίστας; cf αρτίστας, πιανίστας etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες