Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρσενοκοιτία η.
-
- Eρωτική επαφή μεταξύ ανδρών:
- γή αν εμαλακίστη γή αν αρσενοκοιτία ήκαμε (Aποκ. Θεοτ. II 22).
[μτγν. ουσ. αρσενοκοιτία]
- Eρωτική επαφή μεταξύ ανδρών:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρσενοκοιτία [arsenocitía] η, (L)
- sexual intercourse between men, sodomy:
- αρκετές αμαρτίες φορτώθηκα στη ζωή μου· η ~θα ήταν πολυτέλεια περιττή (Karagatsis)
[fr kath αρσενοκοιτία ← postmed, MG ← PatrG (2nd-6th c. AD) ἀρσενοκοιτία, der of ἀρσενοκοίτης, q.v.]
- sexual intercourse between men, sodomy: