Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρσενοκοίτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρσενοκοίτης ο [arsenokítis] Ο10 : (λόγ.) αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με άντρες· σοδομίτης.

[λόγ. < ελνστ. ἀρσενοκοίτης]

[Λεξικό Κριαρά]
αρσενοκοίτης ο.
  • Aυτός που συνέρχεται ερωτικώς με άντρες:
    • Περί τους αρσενοκοίτας να θανατωθούν απού κακού θανάτου (Aσσίζ. 2163).

[μτγν. ουσ. αρσενοκοίτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσενοκοίτης [arsenocítis] ο, (L)
  • male who practices homosexuality, sodomite, homosexual (syn ομοφυλόφιλος, κίναιδος, σοδομίτης L, τοιούτος)

[fr kath αρσενοκοίτης ← MG αρσενοκοίτης ← PatrG, K ἀρσενοκοίτης, cpd of ἄρσην (stem αρσεν-) w. κοίτη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες