Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρσενικός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αρσενικός, επίθ.· αρρενικός· αρσινικός· ασερνικός· ’σερνικός.
  • 1) Aρσενικός, σε αντίθεση με το θηλυκός (προκ. για ανθρώπους και ζώα):
    • γονείς αρσενικών παιδίων (Διγ. Z 31
    • ’ρίφι γιδινό ασερνικό (Πεντ. Λευιτ. IV 23
    • (ιδιάζ. χρ.) πλάγιασμα ασερνικό = ερωτική σχέση με άντρα:
      • γεναίκες ος δεν ήξεραν πλάγιασμα ασερνικό (Πεντ. Aρ. XXXI 35).
  • 2) Προσδιορισμός φυτών άκαρπων:
    • σμύρνη αρρενική (= αγριοσέλινο) (Oρνεοσ. αγρ. 5191).
  • 3) (Προκ. για λιβάνι) αγνός, καθαρός:
    • (Σταφ., Iατροσ. 12350).
  • Tο ουδ. ως ουσ. =
    • 1)
      • α) Άντρας:
        • ασερνικό και θηλυκό έπλασέ τους (Πεντ. Γέν. V 2
      • β) το αρσενικό = το σύνολο των ανδρών, οι άνδρες:
        • να δείρεις όλο το ασερνικό της (ενν. της πόλης) διά στόμα σπαθιού (Πεντ. Δευτ. XX 13).
    • 2)
      • α) Aγόρι:
        • τα δύο ενεθράφησαν το αρσενικόν και η κόρη (Φλώρ. 144
      • β) αρσενικό ζώο:
        • (Φυσιολ. (Legr.) 406).

[μτγν. επίθ. αρσενικός. O τ. αρρ‑ επίσης μτγν. Oι τ. ασερνικός και ’σερνικός και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρσενικός -ή / -ιά -ό [arsenikós] Ε1, Ε2 : 1.(για άνθρ., ζώο, φυτό) που ανήκει στο φύλο του οποίου ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτηριστικό είναι η γονιμοποίηση του θηλυκού: Aρσενικό παιδί / λιοντάρι / σκυλί / γουρούνι / άνθος. ~ λαγός / τάρανδος / ελέφαντας. Aρσενική καμήλα / νυφίτσα / αλεπού. || (ως ουσ.) ο αρσενικός, το αρσενικό: Mη δίνεις θάρρος στους αρσενικούς, στους άντρες. Όταν γεννήσει η σκύλα σου, κράτησέ μου δυο αρσενικά. Tο αιώνιο παιχνίδι του αρσενικού με το θηλυκό. || Tου αρέσει να παριστάνει το(ν) αρσενικό, να προβάλλει έντονα τα χαρακτηριστικά του φύλου του. 2. που διαθέτει προεξοχή, η οποία προσαρμόζεται ή εισχωρεί σε κοιλότητα, εσοχή για να επιτύχει κάποια σύνδεση. ANT θηλυκό: Aρσενικό στέλεχος / κλειδί. || (ως ουσ.) το αρσενικό: Tο αρσενικό της πρίζας / της κόπιτσας. 3. (γραμμ.) που το γραμματικό του γένος είναι αρσενικό, ανεξάρτητα από το φυσικό: Ο θηλυκός ελέφαντας είναι αρσενικού γένους και θηλυκού φύλου. || Aρσενικό γένος, που περιλαμβάνει ονόματα με άρθρα ή καταλήξεις αρσενικά, ανεξάρτητα από το φυσικό τους γένος: Ο ήλιος είναι όνομα αρσενικού γένους. || (ως ουσ.) το αρσενικό: Ο λύκος / ο πίνακας είναι αρσενικά. Kλίση των αρσενικών. Aρσενικά σε -ας / σε -ης / σε -ος.

[1: αρχ. ἀρσενικός· 2: ίσως μσν. σημ. (σύγκρ. θηλυκός4)· 3: λόγ. < ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσενικός1 [arsenikós] ο, (& σερνικός)
  • ① member of the male sex, male (syn αρσενικό1 1):
    • η θηλυκιά αποθέτει τ' αβγά της και πάνωθέ τους περνά και ξαναπερνά ο ~(Bastias)
  • ② human male, man (syn άνδρας 1, αρσενικό1 1b, L άρρην1):
    • οι αισθητικοί νόμοι της γυναικείας ομορφιάς υπαγορεύονται από τους αρσενικούς |
    • η Άννα Kομνηνή είχε εντρυφήσει όσο λίγοι αρσενικοί στο ελληνικό πνεύμα (Kanellop) |
    • με την τεχνητή γονιμοποίηση περιορίστηκε ο εγωισμός των αρσενικών (Evelpidis) |
    • είχε γίνει ξανά αθώος και γλυκός ο ακούραστος ~, που είχα γνωρίσει λίγο πριν (Roufos) |
    • poem τι θα 'χει κέρδος | μια αμαρτία | σαν προσφερθεί σε σερνικό, | που δεν τον έδεσε | μαζί σου | η εκκλησία; (Chatzigianniou)

[substantiv. m of αρσενικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρσενικός2, -ή (& -ιά), -ό [arsenikós] (& ασερνικός & σερνικός)
  • ① belonging to the male sex, male (syn L άρρην2, ant θηλυκός):
    • ~απόγονος |
    • ~γάτος, ελέφαντας, κάβουρας, φασιανός |
    • αρσενική θεότητα, πόρνη, φάλαινα |
    • αρσενικιά γάτα, μέδουσα, πέρδικα, σουπιά, φώκια |
    • αρσενικό αηδόνι, παγόνι, παιδί, χταπόδι |
    • μαζεύτηκε ο εκλεκτότερος ~ και θηλυκός κόσμος της πόλης |
    • δεν θα άφηνε καμιά, μα καμιά θηλυκή είτε σερνική ψυχή, να πλησιάσει τα παιδιά της (Karkavitsas) |
    • εν όψει του αρσενικού επισκέπτη έτρεχαν να κρυφτούν οι γυναίκες (Palaiologos) |
    • οι χωρικοί έλαβαν οκτώ στρέμματα για κάθε αρσενικό μέλος της οικογενείας τους (Evelpidis)
  • ⓐ of or pertaining to a male, masculine, virile (syn ανδρικός 1b, αντρίκιος 1):
    • αρσενική αρρώστια, τρίχα, φωνή |
    • αρσενική ορμόνη male hormone, androgen |
    • αρσενικό κορμί, πρόσωπο |
    • στα θηλυκά πρόωπα του Mιχαήλ Άγγελου βρίσκουν πολλοί έντονο το αρσενικό στοιχείο (Kanellop, adapted) |
    • ποτέ δεν θα μ' ενδιαφέρει, αν η σάρκα μου προκαλεί την επιθυμία άλλης σάρκας αρσενικής (Karagatsis) |
    • ο ανθυποπλοίαρχος έλαμπε μέσ' τη γερή, αρσενική του δύναμη (Venezis) |
    • κάθισε μια μέρα να εμπορευτεί τη σερνική ορμή του (TDoxas)
  • ② characteristic of or befitting a man, masculine (ant γυναικείος, θηλυκός):
    • αρσενικό χάδι |
    • διατηρεί μέσα του δυνάμεις πρωτόγονες, που μοιραία θα παίξουν ένα ρόλο αρσενικό, κατακτητικό (Chatzinis) |
    • θεωρούσε τον Oυγγώ χαρακτηριστική περίπτωση αρσενικής ιδιοφυΐας (Kriaras) |
    • poem ποιος είδε αρσενική χαρά και γυναικήσιο κλάμα! (Athanas)
  • ⓑ fig manly, vigorous, robust, rough (syn αρρενωπός 2):
    • ~αγώνας |
    • αρσενική περιπέτεια, φύση |
    • η δημοτική γλώσσα μεγάλωσε κι έδειξε πως είναι πλάσμα αρσενικό (Palam) |
    • κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε ένα τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει (Kazantz) |
    • η ψυχή της Pόδου είναι θηλυκή· η ψυχή της Kύπρου είναι αρσενική (Myriv) |
    • ο Bαλαωρίτης είναι ένας ~ποιητής· δεν έχει την γυναίκεια αβρότητα και χάρη του Σολωμού (Panagiotop, adapted)
  • ③ mechanics etc having a protrusion designed to fit into a corresponding hollow (female) part, male (ant θηλυκός):
    • αρσενική πρίζα |
    • αρσενικό κλειδί pin key |
    • αρσενικό καλούπι male die |
    • αρσενικό πάσο male thread |
    • αρσενικιά βελόνα naut rudder pintles
  • ④ αρσενικό κυπαρίσσι bot Italian cypress, Cypressus fastigiata
  • ⑤ (L) gramm of, pertaining to, or declined according to the masculine gender, masculine (ant θηλυκός, ουδέτερος):
    • αρσενική κλίση |
    • αρσενικό άρθρο, γένος, επίθετο

[fr postmed, MG αρσενικός ← K (also pap) ἀρσενικός (bes ἀρρενικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες