Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρσανάς ο,
- βλ. αρσενάς.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρσανάς [arsanás] ο, naut
- ① shipyard (syn ναυπηγείο L, ταρσανάς):
- έστησαν τον αρσανά στην μπούκα του ποταμού, σ' ένα γυμνό χωράφι (Karagatsis)
- ② dockyard, jetty or monastery at Mount Athos (near-syn σκάλα):
- η ακτή είναι σπαρμένη αρσανάδες, θαλασσινές σκάλες των ορεινών μοναστηριών (Athanasiadis-N) |
- ο καπετάνιος που θα μας πάει στη Δάφνη, τον αρσανά των Kαρυών, είναι βιαστικός (Kasdaglis)
[fr postmed (Somavera), MG (Du Cange) αρσανάς (bes αρσενάς) ← Ven arsanἀ & arsenἀ; cf ταρσανάς]
- ① shipyard (syn ναυπηγείο L, ταρσανάς):