Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρρώστια η [aróstxa] Ο25α : 1.η ασθένεια· νόσος: Bαριά / ελαφριά / περαστική / κολλητική / παιδική ~. Aρρώστιες των ζώων / των φυτών. Σήμερα θεραπεύονται πολλές αρρώστιες που παλαιότερα τις θεωρούσαν αθεράπευτες. || Kακιά ~, ο καρκίνος. 2. (μτφ.) α. ελάττωμα, αδυναμία, κουσούρι: Tα χαρτιά είναι η ~ του. Έχει την ~ της μεγαλομανίας. (έκφρ.) κτ. γίνεται ~ σε κπ., παθολογική κατάσταση, κακιά συνήθεια: Tο πιοτό τού έγινε ~. β. για κπ. ή για κτ. που προκαλεί ενόχληση, δυσφορία, δυσανασχέτηση: Aυτός είναι κακιά ~, πολύ ενοχλητικός.
[μσν. αρρώστια < αρχ. ἀρρωστία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και μετακ. του τόνου]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρρώστια η· αρρωστία· αρρωστιά.
-
- 1) Aσθένεια (σωματική και ψυχική):
- εις αρρωστιά μεγάλη ήπεσεν ο Πεζόστρατος με κάηλες (Eρωτόκρ. A´ 1373· Πανώρ. Α´ 87).
- 2) Aρρώστια από απογοήτευση:
- ο γενεράλης φτάνει κει … να του πει παρηγοριές, εις αρρωστιά μην πέσει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 42812).
[αρχ. ουσ. αρρωστία. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aσθένεια (σωματική και ψυχική):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρώστια [aróstja] η, (sp. also αρρώστεια & D αρρωστία & αρρωστιά)
- :
- παιδική, σωματική, ψυχική ~ |
- βαριά ~ phr tuberculosis or syphilis |
- ήταν άρρωστος από μια ~ του λάρυγγα, που τον εμπόδιζε να μιλά ομαλά (Theotokas) |
- έμαθε να γιατρεύει τις άπειρες αρρώστιες, που μαστίζουν τους ανθρώπους (Penteas) |
- ζει ακόμα με την ~του Πάρκινσον (Chatzigiannis) |
- folks. πέφτω σ' αρρωστιά, σε κίνδυνο μεγάλο, | κράζω το γιατρό, τον πόνο μου να γιάνει (DPetrop)
- ① psychological disorder:
- έχει την ~να κάνει τον πλούσιο
- ⓐ excessive preoccupation w., weakness, craze, mania, bug (near-syn ελάττωμα, μανία):
- έχει την ~της πολιτικής |
- η ~ του είναι τα χαρτιά και το ξενύχτι
[fr postmed, MG αρρώστια (bes αρρωστία & αρρωστιά) ← K (also pap), AG ἀρρωστία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρωστιάρα [arostjára] η,
- woman disposed to sickness, sickly woman:
- θέλει ασύγκριτα λιγότερα για να ευημερεί απ' την άλλη εκείνη ~,που κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού με πληρωμένα χέρια (Katsigra)
[substantiv. f of αρρωστιάρης2]
- woman disposed to sickness, sickly woman:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρρωστιάρης -α -ικο [arostxáris] Ε9 : 1.που έχει την τάση να αρρωσταίνει, που αρρωσταίνει εύκολα, συχνά· φιλάσθενος: Είναι ~ και τρέχει κάθε τόσο στους γιατρούς. ~ άνθρωπος. || (ως ουσ.): Mην του δίνεις σημασία, του αρρωστιάρη. 2. που είναι αδύναμος, ασθενικός, καχεκτικός: Aρρωστιάρικο παιδί / δέντρο.
[μσν. αρρωστάρης < αρρώστ(ια) -άρης > -ιάρης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρωστιάρης1 [arostjáris] ο,
- sickly person:
- σκουληκοφαγωμένα πατερά ξεχώριζαν από τις πέτρες των τοίχων σαν αποστήματα σε πρόσωπο αρρωστιάρη (Palam) |
- ο φτωχός, ο ~ κλ εμποδίζεται να είναι ευδαίμων (Tatakis)
[substantiv. m of αρρωστιάρης2]
- sickly person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρωστιάρης2, -α, -ικο [arostjáris]
- ① disposed to sickness, habitually sick, sickly, weak (syn αρρωστιάρικος 1, L ασθενικός, near-syn καχεκτικός):
- ~άνθρωπος, γυναίκα αρρωστιάρα, παιδί αρρωστιάρικο, δέντρο αρρωστιάρικο, σταφύλι αρρωστιάρικο |
- folkt από τότε που γεννήθηκε η κόρη του βασιλιά ήταν αρρωστιάρα |
- ήρθε λιγνός, ~, φαγωμένος από την προσευχή και τη νήστεια (Kazantz) |
- οι νέοι, όταν είναι αρρωστιάρηδες, μπορεί να ζητήσουν νωρίτερα την επιστροφή τους στο χωριό (Evelpidis) |
- αν οι γονιοί είναι αρρωστιάρηδες, τέτοια θα είναι και τα παιδιά (Saratsis)
- ② fig dim, faint (syn αδύνατος, L αμυδρός):
- αρρωστιάρικο φως
[fr postmed (Somavera) αρρωστιάρης, der of αρρωστία w. suff -άρης]
- ① disposed to sickness, habitually sick, sickly, weak (syn αρρωστιάρικος 1, L ασθενικός, near-syn καχεκτικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρωστιάρικα [arostjárika] adv
- in a sickly manner, morbidly (syn L ασθενικά):
- να δυο μέλισσες στο τζάμι μου, που αργοκινιένται σιωπηλά και ~(Proussis)
[der of αρρωστιάρικος]
- in a sickly manner, morbidly (syn L ασθενικά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρρωστιάρικος -η / -ια -ο [arostxárikos] Ε5, Ε6 : που αναφέρεται στον αρρωστιάρη, που αποτελεί γνώρισμά του: Aρρωστιάρικη όψη.
[αρρωστιάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρωστιάρικος, -η, -ο [arostjárikos]
- ① disposed to sickness, habitually sick, sickly, weak (syn in αρρωστιάρης2):
- τη ρώτησε πώς γίνεται τα δικά της παιδιά, που καλοτρώνε, να είναι αρρωστιάρικα (Loukatos) |
- τ' αρρωστιάρικα παιδιά τα σκότωνε αμέσως (ChZalokostas, adapted) |
- η αστυκτηνιατρική υπηρεσία μας φυλάει από άρρωστα ή αρρωστιάρικα ή γέρικα ζώα (Saratsis)
- ⓐ caused by, or indicative of, sickness, sickly (syn in αρρωστημένος2 1b):
- αρρωστιάρικη πνοή |
- τα πλευρά του ξεχώριζαν με μιαν αρρωστιάρικην ασπρίλα (Lazaridis) |
- πολλές αρρωστιάρικες καταστάσεις δεν έχουν αφορμές οργανικές, αλλά ψυχολογικές |
- το άσθμα, τα έλκη κλ (Evelpidis)
- ② bearing the marks of a sickly constitution, sickly, weak:
- λιγνός, ~λαιμός |
- αρρωστιάρικες μορφές |
- poem είχα κάτι αρρωστιάρικα δάχτυλα, μέσα γλιστρούσε ανεπανόρθωτα το καθετί (Anagnostakis)
- ⓑ fig pale or weak in appearance, lacking vigor, sickly (syn in αρρωστημένος2 2):
- ~ήλιος, αρρωστιάρικα χαμόσπιτα |
- ένα φύλλο καστανιάς κιτρινισμένο τράβηξε την προσοχή του με τη θλιβερή, αρρωστιάρικη υποβλητική του εμφάνιση (Evangelidis) |
- όλοι κάθονταν γύρω γύρω φέρνοντας ορθό στα χέρια τους το αρρωστιάρικο άνθος της ανίας (Tsitseli) |
- folks. βρε κάμπε αρρωστιάρικε, βρε κάμπε μαραζιάρη, | με τη δική μου λεβεντιά να στολιστείς γυρεύεις; (NPolitis)
- ③ sick, morbid, abnormal (syn in αρρωστημένος 4):
- ευαισθησία ασυνήθιστη και σχεδόν αρρωστιάρικη συναισθηματικότητα ζευγαρώνουνται με ακονισμένη εξυπνάδα κλ (Theodoridis) |
- οι απωθημένες τάσεις, οι αρρωστιάρικες επιθυμίες του μίσους, της οργής κλ γίνονται όπλα φοβερά (Evelpidis)
[fr postmed (Somavera) αρρωστιάρικος, der of αρρωστιάρης w. suff -ικος]
- ① disposed to sickness, habitually sick, sickly, weak (syn in αρρωστιάρης2):