Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρύθμιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρρύθμιστος -η -ο [aríθmistos] Ε5 : που δεν τον ρύθμισαν ή που δεν τον τακτοποίησαν. ANT ρυθμισμένος: Ο μηχανισμός / ο κινητήρας είναι ~. H διαφορά μεταξύ τους παρέμεινε αρρύθμιστη.

[λόγ. < αρχ. ἀρρύθμιστος `ανοργάνωτος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρρύθμιστος, -η, -ο [aríθmistos] (L)
  • ① unregulated (near-syn ακανόνιστος 3, ant ρυθμισμένος):
    • το θέμα της προσαρμογής του οικογενειακού δικαίου έκλεισε γρήγορα και πρόχειρα, ώστε να μένουν αρρύθμιστα βασικά κομμάτια του Δικαίου |
    • σ' αυτόν τον αρρύθμιστο συναγωνισμό για μιαν εκμετάλλευση χωρίς φραγμό άλλοι νικούν, άλλοι πέφτουν (Tsatsos)
  • ② car not properly adjusted, out of adjustment (syn αρεγουλάριστος, ant ρεγουλαρισμένος):
    • αρρύθμιστη βαλβίδα, αρρύθμιστα φρένα

[fr kath αρρύθμιστος ← K, AG ἀρρύθμιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες