Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρρωστημένος -η -ο [arostiménos] Ε3 μππ. του αρρωσταίνω και του αρρωστώ : 1.που έχει προσβληθεί από ασθένεια· άρρωστος. 2. (μτφ.) που παρεκκλίνει από αυτό που χαρακτηρίζεται ως υγιές ή φυσιολογικό: Aρρωστημένο μυαλό. Aρρωστημένη φαντασία / κατάσταση. 3. (για δέντρα, φυτά, καρπούς) ασθενικός, καχεκτικός: Aρρωστημένα δέντρα / φρούτα / καρπούζια / σταφύλια.
αρρωστημένα ΕΠIΡΡ. [μππ. του αρρωστώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρωστημένος1 [arostiménos] ο, (& αρρωστεμένος)
- ① sick person, patient (syn άρρωστος1, L ασθενής1):
- είναι πολλοί αρρωστημένοι, που κείτονται κίτρινοι ωσάν αποθαμένοι (Petsalis) |
- ένα ξένο καΐκι τον επήγε σ' ένα νησί, που βρισκόταν κι άλλοι αρρωστεμένοι (Zappas)
- ② morally sick, depraved, or corrupt person:
- εκείνο που την εποχή του Baudelaire ήταν το προνόμιο των άπληστων, των αρρωστημένων, των ανικανοποίητων, απλώνεται τώρα καθώς το κύμα (Panagiotop)
[fr postmed (Somavera), MG ο αρρωστημένος, substantiv. m of αρρωστημένος2]
- ① sick person, patient (syn άρρωστος1, L ασθενής1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρωστημένος2, -η, -ο [arostiménos] (& αρρωστεμένος) (Panagiotop,
- Petsalis, Floros)
- ① afflicted w. illness, sick, diseased, ailing (syn άρρωστος2 1, L ασθενής2):
- αρρωστημένη καρδιά |
- αρρωστημένο κορμί, αρρωστημένα νεύρα |
- βαριά ~ |
- γελούσα βλέποντας να λαχταρούν τ' αρρωστημένα κρέατά μου (Karkavitsas) |
- στο αρχοντικό κατοικούσε μια αρρωστημένη γριά, που έβηχε (Ouranis) |
- έξω από το σπίτι μου είναι τ' αρρωστημένα άλογα, που κουβαλάνε απ' το μέτωπο (LAkritas) |
- αν κατορθωθεί να μείνει η Mεσόγειος απλώς λίγο αρρωστημένη, κάτι θα είναι κι αυτό (Papadoukas) |
- folks. αρρωστημένο μ' ηύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα (NPolitis)
- ⓐ caused by or indicative of sickness, sick (syn αρρωστιάρικος 1b, άρρωστος2 1b):
- αρρωστημένα γυρίσματα και τριγυρίσματα στο κρεβάτι της αγρύπνιας (Palam) |
- εκοιμότανε πάλε, με τον αρρωστημένο ύπνο που βάσταγε μέρα νύχτα (Pasagiannis) |
- poem .. ξεσπώ | σ' ένα βαρύ κι αρρωστημένο θρήνο (Myrtiotissa)
- ② pale or sick in appearance, weak, sickly, sallow (syn αρρωστιάρικος 2b, άρρωστος2 2, ασθενής2, L καχεκτικός, ωχρός, κιτρινιάρικος):
- αρωστημένη όψη, αρρωστημένο βλέμμα |
- αρρωστημένα χρώματα |
- έβγαινε ένας χλεμπονιάρης, ένας αρρωστεμένος ήλιος (Petsalis) |
- poem .. έπεσε τ' αρρωστημένο φως στη ρημαγμένη απλάδα (Kazantz Od 22.476)
- ⓑ diseased, weakened, underdeveloped, sick:
- αρρωστημένα λαχανικά, φρούτα |
- από τα περίσσια έλατα, τα αρρωστεμένα, γέρικα, προμηθεύονται άφθονο υλικό για κάψιμο (Floros)
- ③ carrying sickness, disease-ridden, insalubrious, noxious (syn L ανθυγιεινός, νοσηρός):
- έφερναν τους φτερωτούς ταξιδιώτες ανάμεσα από σκοτεινούς δρυμούς και αρρωστημένους βάλτους (Karkavitsas) |
- το κλίμα γινόταν επικίνδυνο το καλοκαίρι από τις αρρωστημένες αναθυμιάσεις των βάλτων (Panagiotop)
- ④ fig emotionally disordered, sick, diseased, depraved (syn αρρωστιάρικος 3, άρρωστος2 3, L νοσηρός):
- ~εγωκεντρισμός, φανατισμός |
- αρρωστημένη ηδονή, ιδέα, σεξουαλικότητα, φαντασία, ψυχοσύνθεση |
- αυτός ο καθηγητής ήταν ένας ~ άνθρωπος γεμάτος απωθημένα πάθη (Tsatsos) |
- αποτολμήσανε να πούνε ότι αγαπούσε τάχα έναν ξάδερφό της· αρρωστημένα πράματα (Petsalis) |
- μπορεί να είναι χίλια πράματα ο ρομαντισμός και σιχαμερά και ανεδαφικά και αρρωστεμένα (Panagiotop) |
- θέλησε να τραβηχτεί, να χαραμίσει στον άνεμο την αρρωστημένη ορμή (Karagatsis)
- ⓒ diseased, abnormal, excessive (syn L νοσηρός):
- αρρωστημένη ευαισθησία |
- αρρωστημένη αύξηση των εισαγωγών |
- η αναβίωση του ναζισμού οφείλεται σε μιαν αρρωστημένη εθνικιστική έξαρση |
- μπροστά στη θέα αυτή νοιώθει κανείς την εφημερότητά του με μια ένταση αρρωστημένη (Ouranis)
[fr postmed, MG αρρωστημένος, bes -στεμένος, ppp of αρρωστένω (αρρωστώ)]