Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρρωσταίνω [arosténo] Ρ αόρ. αρρώστησα, απαρέμφ. αρρωστήσει, μππ. αρρωστημένος* : 1.(για άνθρ. ή ζώο) προσβάλλομαι από αρρώστια, είμαι άρρωστος, ασθενής: Aρρώστησα βαριά. Πρόσεχε την υγεία σου, γιατί θα αρρωστήσεις. || (για φυτά, καρπούς): Aρρώστησε το κλήμα / ο καπνός / η σταφίδα. 2. (μτφ.) στενοχωριέμαι, υποφέρω, πάσχω: Aρρώστησε όταν είδε τη ζημιά που έπαθε. ~ βλέποντας την αδικία που υπάρχει. 3. κάνω κπ. να ασθενήσει: Tον αρρώστησαν τα βάσανα και οι στερήσεις. || (για φυτά, καρπούς): Ο λίβας αρρώστησε τα σιτάρια. 4. (μτφ.) κάνω κπ. να στενοχωριέται, να υποφέρει, να δυσανασχετεί: M΄ αρρώστησες με την γκρίνια σου. Tον αρρωσταίνει η ζωή στην ξενιτιά.
[αρχ. ἀρρωστ(ῶ) μεταπλ. -αίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρωσταίνω [arosténo] (sp. also αρρωστένω & αρρωστώ, αρρωστάει) ipf αρρώσταινα (& αρρωστούσα), aor αρρώστησα (subj αρρωστήσω)
- ① intr fall sick, become ill, be taken ill (syn phr πέφτω άρρωστος):
- αρρώστησε βαριά, ελαφριά |
- αρρώστησε από το πολύ φαΐ |
- αρρώστησε από τον καημό της |
- δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ένοιωθα πως θ' αρρωστούσα (Kazantz) |
- όσες φορές αρρώσταινα, ο καλύτερός μου γιατρός ήτο το Bαγγελιό (Kondylakis) |
- δεν έχουν αρκετά νοσοκομεία για τους ανθρώπους που αρρωσταίνουν (Evelpidis) |
- κουράζεστε πολύ, θα αρρωστήσετε καμιά ώρα (Stratou) |
- folks. αντρείοι εκεί δεν αρρωστούν κι άρρωστοι αντρειώνουν (DPetrop)
- ⓐ become diseased or weakened:
- αρρώστησαν τα δέντρα, τα σπαρτά
- ② trans cause to become diseased, weaken (near-syn αδυνατίζω A1):
- η κακοκαιρία αρρώστησε τα λαχανικά |
- τον αρρώστησε η πείνα |
- σκοτάδι εκεί μέσα βασίλευε, που αρρώσταινε τα μάτια και τους έπαιρνε τη βλέψη (Vlami)
- ⓑ fig weaken, sicken, impoverish:
- δίνουμε στις ιδέες μια ρομαντική ελαστικότητα, που τις αρρωσταίνει και τις τρίβει στα χέρια μας (Palam)
[αρρωστένω (αρρωστεμένος), backform. on basis of aor αρρώστησα of postmed (Somavera) αρρωστώ (-άω), postmed, MG ← PatrG ἀρρωστῶ ← K (also pap), AG ἀρρωστῶ]
- ① intr fall sick, become ill, be taken ill (syn phr πέφτω άρρωστος):