Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρεύστως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αρρεύστως, επίρρ.
  • (Προκ. για το Xριστό) «ασπόρως» ή χωρίς μεταβολή της θεότητας:
    • γεννηθείς αρρεύστως (Διγ. Esc. 1819).

[<επίθ. άρρευστος (4. αι., DGE). H λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες