Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρρενωπότητα η [arenopótita] Ο28 : η ιδιότητα του αρρενωπού.
[λόγ. < μσν. αρρενωπότης, αιτ. -ητα < αρρενωπ(ός) -ότης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρενωπότητα [arenopόtita] η, (L)
- ① manliness, virility (syn ανδρικότητα 1, ανδροπρέπεια, αρσενικάδα 1, αρσενικότητα, ant θηλυκότητα):
- η επαναστατικότητα και η ~του Tσε Γκουεβάρα |
- οι παραδοσιακοί χοροί κάνουν εντύπωση για την ~ και την τελετουργική τους προέλευση (Varelas, adapted)
- ② masculinity, vigor, robustness (syn αρσενικάδα 2, near-syn ρωμαλεότητα, στιβαρότητα):
- το φλορεντινό αυτό πνεύμα το χαρακτηρίζει η ~η ισοζυγισμένη με τη χάρη (Ouranis) |
- ο στίχος της I. αποκτά συχνά μιαν ~ (Peranthis) |
- αυτό το φτωχό τοπίο έχει προ πάντων εξυπνάδα και ~ (Fteris)
[fr kath αρρενωπότης ← MG (Manasses), der of αρρενωπός]
- ① manliness, virility (syn ανδρικότητα 1, ανδροπρέπεια, αρσενικάδα 1, αρσενικότητα, ant θηλυκότητα):