Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρρενωπός -ή -ό [arenopós] Ε1 : για άνδρα που έχει ανδροπρεπή εμφάνιση, που έχει έντονα τα ανδρικά χαρακτηριστικά.
αρρενωπά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀρρενωπός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρρενωπός, -ή, -ό [arenopós] (L)
- ① characteristic of, or befitting, a man, manly, virile (syn ανδροπρεπής 1, αντρίκιος 1, αρρενοπρεπής, ant θηλυπρεπής):
- ~χορός |
- αρρενωπή ελκυστικότητα, ομορφιά, τραχύτητα, χάρη, ωριμότητα |
- αρρενωπό παράστημα, πρόσωπο, χαιρέτισμα |
- επικράτησαν στο Bυζάντιο οι ιδέες του αρρενωπού ιπποτισμού της Δύσης (Evelpidis) |
- ο ελληνικός χορός θέλει προ παντός άνδρες πολύ αρρενωπούς (Stratou) |
- πόσο αρρενωπότερος μπορούσα να γίνω; (Tachtsis)
- ② masculine, manly, vigorous, robust, bold (syn αντρίκιος 2, αρσενικός2 2b, near-syn ρωμαλέος, στιβαρός):
- αρρενωπή γλώσσα, ελληνικότητα, ψυχή |
- αρρενωπό πνεύμα, ποίημα, ύφος |
- ο Kαρκαβίτσας είναι ένας δυνατός, ρωμαλέος και ~ πεζογράφος (Sachinis) |
- τον διαμόρφωσαν οι αρρενωποί και μαζί τόσο ευαίσθητοι εκείνοι χρόνοι (Charis) |
- poem την κιθάρα εμείς τιμούμε | που είναι μάνα αρρενωπών λαμπρόηχων ύμνων (Stavrou Ar)
[fr kath αρρενωπός ← MG αρρενωπός ← K, AG ἀρρενωπός, cpd w. -ωπός; cf ἀμβλωπός, ἀγριωπός, παρθενωπός etc]
- ① characteristic of, or befitting, a man, manly, virile (syn ανδροπρεπής 1, αντρίκιος 1, αρρενοπρεπής, ant θηλυπρεπής):