Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρραγής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρραγής -ής -ές [arajís] Ε10 : (λόγ.) που δε ραγίζει, που δεν παρουσιάζει ρήγματα· στέρεος: ~ φιλία / ενότητα.

[λόγ. < αρχ. ἀρραγής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρραγής, -ής, -ές [arayís] gen αρραγούς, (L)
  • ① unbroken, uncracked, unshaken, continuous (syn αράγιστος 2):
    • να κρατούμε ζωηρή την πίστη στην αρραγή παράδοση της ζωής του γένους (Papanoutsos, adapted) |
    • κρατεί αρραγείς τις τάξεις των βασιλοφρόνων (Psathas) |
    • το αρραγές τείχος της πεζογραφίας έπαθε κάποιες ρωγμές (Karantonis)
  • ② solid, firm, unshakable (syn αράγιστος 2b, άρρηκτος, στερεός):
    • να εξασφαλίσουμε ένα αρραγές μέτωπο |
    • υπογράμμισαν την ανάγκη αρραγούς ενότητας του κόμματος |
    • θα αγωνιστούμε σε αρραγή συμπαράταξη και συμπόρευση |
    • με την αρραγή δύναμη της απολυταρχικής εξουσίας στο χέρι του είχε την ασυδοσία του ακαταλόγιστου (Terzakis) |
    • συλλαμβάνω την ενότητα των δύο φυλών και την αρραγή φύση των δεσμών τους (Papatsonis)

[fr kath αρραγής ← K (also pap), AG ἀρραγής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες