Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρραβωνιαστικός ο [aravonastikós] Ο17 θηλ. αρραβωνιαστικιά [aravo nasti
á] Ο24 : αυτός με τον οποίο έχει αρραβωνιαστεί κάποιος, αυτός που έχει δώσει υπόσχεση γάμου· μνηστήρας: Πήγε ταξίδι με τον αρραβωνιαστικό της. [μσν. *αρραβωνιαστικός (πρβ. μσν. αρραβωνιαστική) < αρραβωνιασ- (αρραβωνιάζω) -τικός· μσν. αρραβωνιαστικ(ή) μεταπλ. -ιά < αρραβωνιαστικ(ός) -ή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρραβωνιαστικός [aravonjastikós] ο, (& αρρεβωνιαστικός)
- fiancé (syn αρμαστός 1, L μνηστήρας):
- ανεπίσημος ~ |
- εσύ έχασες τον αρρεβωνιαστικό σου και γω τον αδερφό μου (Karkavitsas) |
- δεν έχω καμιάν ελπίδα να με πάρει ο ~μου (Polylas) |
- του χάρισε το φιλί σα σε άνθρωπο, που τον θεωρούσε πια αρραβωνιαστικό της (Xenop) |
- βλέπει στο πρόσωπο του Kυρίου τον θείο αρραβωνιστικό (Kanellop) |
- poem .. γράφουν τον καημό τους | στον άντρα τους και στον καλόν αρραβωνιαστικό τους (Zevgoli)
[fr postmed (Somavera) αρραβωνιαστικός, der of *αρραβωνιαστός (: αρραβωνιάζω)]
- fiancé (syn αρμαστός 1, L μνηστήρας):