Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρραβωνιαστικιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρραβωνιαστικιά [aravonjasticjá] η, (& αρρεβωνιαστικιά & αρραβωνιαστική)
  • fiancée (syn αρμαστή, αρραβωνιάρα, L μνηστή):
    • εκεί στον καναπέ σωριασμένη στέκοταν άλαλη και φοβισμένη η νέα μου αρραβωνιαστική (Palam) |
    • τον έσυρε από το χέρι .. να δει μια όμορφη βασιλοπούλα, που του 'χανε διαλεγμένη γι' ~ του (Loukatos) |
    • πήγε να ψωνίσει πράγματα για την αδελφή του, τη μητέρα του και την ~ του (Stratou) |
    • μου φαίνεται παράξενο όλοι να μιλούν γι' αρραβωνιαστικές και φιλενάδες (Koumantareas) |
    • poem ένα μου κόστισε φιλί | κι όπου εύρω δυο τη δίνω | τη ζώνη πόπλεξε η καλή .. | η ~μου (Gryparis)

[fr postmed αρραβωνιαστική, der of αρραβωνιαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες