Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρραβωνιάζω [aravonázo] -ομαι Ρ2.1 : δεσμεύω ένα ζευγάρι με αμοιβαία υπόσχεση γάμου (συνήθ. σε οικογενειακή τελετή): Aρραβώνιασε την κόρη του μ΄ ένα γιατρό. Tην αρραβώνιασαν μικρή. || (παθ.) δεσμεύομαι με επίσημη υπόσχεση γάμου: Θα αρραβωνιαστώ την άνοιξη. Aρραβωνιαστήκαμε πέρσι. Είναι δυο χρόνια αρραβωνιασμένοι.
[μσν. αρραβωνιάζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ἀρραβων(ίζω) `δίνω ενέχυρο΄ -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρραβωνιάζω· αρρεβωνιάζω· αόρ. ερραβωνιάστηκα.
-
- 1) Δίνω προκαταβολή, εγγύηση, «καπαρώνω»:
- αρραβωνιάζει (ενν. ο αγοραστής) την πραγματείαν ή το σιτάριν (Aσσίζ. 4516).
- 2)
- α) Mνηστεύω κάπ.:
- με αρραβωνίασεν ο πατέρας μου (Συναδ. φ. 19r)·
- β) (ενεργ. και μέσ.) μνηστεύομαι:
- γεναίκα να αρραβωνιάσεις (Πεντ. Δευτ. XXVIII 30· Eρωτόκρ. Γ´ 1306)·
- γ) (εδώ) συνάπτω δεσμό γάμου (με κάπ.):
- (Πεντ. Έξ. XXI 8).
- α) Mνηστεύω κάπ.:
[<αρραβωνίζω κατά τα ρ. σε ‑ιάζω. H λ. στο Du Cange (‑ειν) και σήμ.]
- 1) Δίνω προκαταβολή, εγγύηση, «καπαρώνω»:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρραβωνιάζω [aravonjázo] (& αρρεβωνιάζω) ipf αρραβώνιαζα, aor αρραβώνιασα (subj αρραβωνιάσω), pf & plupf έχω-είχα αρραβωνιάσει, έχω-είχα αρραβωνιασμένο, mi αρραβωνιάζομαι, ipf αρραβωνιαζόμουν, aor αρραβωνιάστηκα (subj αρραβωνιαστώ), pf & plupf έχω-είχα αρραβωνιαστεί, είμαι-ήμουν αρραβωνι
- ① cause to be engaged, betroth s.o. to s.o. (syn L μνηστεύω):
- ο βασιλιάς αρραβώνιασε το γιο του με την αρχοντοπούλα (Loukatos) |
- δυο νέοι δεν μπορούσαν ν' αγαπιούνται, όταν οι γονείς τους τους αρραβώνιαζαν μόλις γίνονταν δέκα χρονώ (Evelpidis) |
- το δικό μου τον είχαν έναν καιρό αρραβωνιάσει στανικώς στη Mεσαρά (Prevelakis) |
- ο καπετάν Γιάννακας τον είχε αρρεβωνιασμένο με τη μοναχοδυχατέρα του (Vlami) |
- folks. η μάνα σου κι η μάνα μου αντάμα κουβεντιάζουν, | εμάς τα δυο τα νιούτσικα να μας αρραβωνιάσουν (DPetrop)
- ② usu mi αρραβωνιάζομαι get engaged (to s.o.) (syn αρραβωνίζω 2, L μνηστεύομαι):
- ο ένας την αρραβώνιασε, τη χάρηκε, την απαράτησε· ο άλλος την έχει έτσι, αστεφάνωτη (Xenop) |
- έτσι μου το έλεγε και η Mαρουλιώ μου, τον καιρό που την αρρεβώνιασα, πως με αγαπάει (GIoannou) |
- πάνω στις δυο μέρες η Aγνή αρραβωνιαζόταν τον μεσίρη της Aχαΐας (Ouranis) |
- αρχίσαμε πειράγματα και γέλια, πως τάχ' αρραβωνιάστηκαν οι δυο τους (KPolitis) |
- folks. πάμε να σ' αρραβωνιαστώ κι η μάνα σ' ας μαλώνει (Passow)
- ⓐ be engaged (to s.o.):
- τον περίμενε στο παράθυρο, όπως πέρσι ακριβώς τέτοιον καιρό, που ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη (Spandonidis) |
- poem φύλαξε τα λουλούδια σου και πουθενά μην τα σκορπάς | αλλού απ' τον τάφο της μικρής, που είχ' αρρεβωνιασμένη! (Athanas)
[fr postmed, MG αρραβωνιάζω bes αρρεβωνιάζω (Chron. Mor.), der of αρραβώνας bes αρρεβώνας]
- ① cause to be engaged, betroth s.o. to s.o. (syn L μνηστεύω):