Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρπιστής ο [arpistís] Ο7 & αρπίστας ο [arpístas] Ο3 θηλ. αρπίστρια [arpístria] Ο27 : μουσικός που παίζει άρπα.
[λόγ. < γαλλ. harpiste (-iste = -ιστής)· ιταλ. arpista -ς· λόγ. αρπισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρπιστής [arpistís] ο, (L) = αρπίστας
- :
- ανδρική μορφή γνωστή σαν ~της Kέρου (Karakasis) |
- poem κάτου στο δρόμο, να! αρπιστές κι αρπίστρες μαζεμένοι | από τα τετραπέρατα τα ιταλικά κλ (Palam)
[neol, der of αρπίζω]