Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρπακτικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αρπακτικός, επίθ.
  • 1) Που έχει την τάση να αρπάζει:
    • αρπακτικήν … χείρα (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 108).
  • 2) (Προκ. για νερό) που αντλείται γρήγορα· «αμίλητο»:
    • (Iερακοσ. 39119).

[μτγν. επίθ. αρπακτικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρπακτικός -ή -ό [arpaktikós] & αρπαχτικός -ή -ό [arpaxtikós] Ε1 : που έχει την τάση ή την ικανότητα να αρπάζει: Aρπακτικά πτηνά / όρνια. || Aρπακτικές διαθέσεις. || (μτφ.): Aρπακτικό βλέμμα. || (ως ουσ.) τα αρπακτικά, για πτηνά σαρκοβόρα. αρπακτικά & αρπαχτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἁρπακτικός· ελνστ. ἁρπακτικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρπακτικός, -ή, -ό [arpaktikós] (L) (& D αρπαχτικός & Kazantz αρπαχτικιά)
  • ① predatory, predacious:
    • αρπαχτικό γεράκι, λιοντάρι |
    • όλοι οι εργοδότες δεν είναι αρπακτικά όρνεα |
    • η Λιβαδιά ήταν η βίγλα, απ' όπου ξεκινούσαν για τις αρπακτικές τους εκστρατείες (Ouranis) |
    • μηδέ τα τσακάλια στο λόγγο δεν είναι τόσο αρπαχτικά και τόσο σκληρόκαρδα (Panagiotop) |
    • αν (το ψάρι) τύχαινε να 'χει αρτυθεί μ' ανθρώπινο κρέας, τότες γινόταν πιο αρπακτικό, χύμαγε αδίσταχτα στο βουτηχτή (Zappas)
  • ⓐ rapacious, greedy, covetous, insatiable (syn άπληστος2 1, άρπαγας2):
    • ~λαός |
    • αρπακτική βουλιμία, πολιτική, φάτσα, ψυχή |
    • αρπακτικό ύφος |
    • αρπαχτική ανατριχίλα επάγωνεν απ' άκρη σ' άκρη το σώμα του (Karkavitsas) |
    • πάλευαν να σώσουν το βιος τους από τις αρπακτικές διαθέσεις της αγροτιάς (Melas) |
    • poem οι κόρακες αρπακτικοί βρίθαν στα διάφεγγα ύψη (Peranthis)
  • ② grasping, grabbing, gripping:
    • αρπαχτικά δόντια, μάτια, νύχια |
    • είδα κι έπαθα να ξεφύγω από τα αρπακτικά χέρια, με τα οποία τραβούσαν τα μανίκια μου (Ouranis) |
    • poem .. σφήνωνε στο γόνα | βαθιά το αρπαχτικό σαν του θεριού τετράγκωνο σαγόνι (Kazantz Od 7.704)
  • ③ hasty, hurried (syn αρπαχτός, βιαστικός, πεταχτός):
    • έριξα μια βίαιη αρπαχτικιά ματιά στις ζωγραφιές γύρα και σβάρνισα τα λαμπερά χρώματα (Kazantz)

[fr postmed (Somavera), MG αρπακτικός ← PatrG, K ἁρπακτικός, der of ἁρπακτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες