Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρπίζω [arpízo] (L) mus
- ① play the harp (syn phr παίζω άρπα):
- προβάλλουν ο Άγιος Πέτρος και άγιοι, που αρπίζουν και δοξολογούν (Papantoniou)
- ② ~συγχορδία break a chord, play an arpeggiated chord
[neol, der of άρπα]
- ① play the harp (syn phr παίζω άρπα):