Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρπέζ [arpéz] το, (L) mus
- act or result of producing the notes of a chord successively, arpeggio (syn άρπισμα 2, αρπισμός 2):
- άφηνα τη μελέτη των ~στη μέση (Tachtsis)
[fr Fr arpège ← It arpeggio]
- act or result of producing the notes of a chord successively, arpeggio (syn άρπισμα 2, αρπισμός 2):