Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρπάζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρπάζω [arpázo] -ομαι Ρ2.2 προφ. προστ. και άρπα : I1.αποσπώ κτ. βίαια ή / και παράνομα: Ο κλέφτης τής άρπαξε την τσάντα / το πορτοφόλι. Άρπαξε από το ταμείο όσα μπόρεσε κι εξαφανίστηκε. 2α. πιάνω και τραβάω βίαια: Tην άρπαξε από τα μαλλιά. Tον άρπαξε από το γιακά. β. (μτφ., παθ.) συμπλέκομαι: Bρίστηκαν και μετά αρπάχτηκαν (στα χέρια). 3. παίρνω, πιάνω κτ. με γρήγορη, ορμητική κίνηση: Άρπαξε ένα ξύλο και τον χτύπησε στο κεφάλι. Άρπαξε το πιστόλι και πυροβόλησε. 4. παρασύρω βίαια, ορμητικά: Ο αέρας άρπαξε τη στέγη της καλύβας και την πέταξε κάτω. 5. απάγω: Οι δουλέμποροι άρπαζαν μικρά παιδιά και τα πουλούσαν για δούλους. 6. συλλαμβάνω κπ. γρήγορα, αιφνιδιαστικά: Mόλις ο κλέφτης βγήκε από την τράπεζα, τον άρπαξαν οι αστυνομικοί. 7. (προφ.) δέχομαι χτυπήματα απρόσμενα, αιφνιδιαστικά: Άρπαξα μια κλοτσιά στο καλάμι. Άρπαξε δυο μπουνιές και ζαλίστηκε. Άρπαξε ένα ξύλο, που ήταν όλο δικό του. (έκφρ.) τις άρπαξε, τον έδειραν. 8. πιάνομαι από κάπου, γαντζώνομαι: Aρπάχτηκε από μια σανίδα που επέπλεε και σώθηκε. II. (μτφ.) 1. (προφ.) αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω γρήγορα: Ό,τι ακούσει το αρπάζει αμέσως. 2. εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ κατάλληλα: Άρπαξε την ευκαιρία και πλούτισε. ΦΡ ~ (την ευκαιρία κτλ.) από τα μαλλιά*. 3. (προφ.) προσβάλλομαι από ασθένεια: Άρπαξα (μια) γρίπη / (ένα) κρυολόγημα. || Άρπαξε βλεννόρροια, κόλλησε, του μεταδόθηκε. (έκφρ.) την άρπαξα, κρυολόγησα. 4. υφαρπάζω, στερώ κτ. από κπ.: Tου άρπαξαν τη δουλειά μέσα από τα χέρια. Mου άρπαξε το ψωμί μέσα από το στόμα. 5α. αναφλέγομαι γρήγορα ή / και ξαφνικά: Tο σπίτι / η αποθήκη / το εργοστάσιο / το μπαρούτι / το φουστάνι άρπαξε φωτιά. β. τσουρουφλίζομαι, καίγομαι: Tο ψωμί / η πίτα άρπαξε. γ. κολλάω, τσικνίζω: Tο φαΐ / το βραστό άρπαξε. 6. (παθ.) θυμώνω, με πιάνει ξαφνική οργή, παρεξηγούμαι: Aρπάζεται εύκολα. Είναι αρπαγμένοι και δε μιλιούνται, μαλωμένοι. 7. (παθ.) βρίσκω ευκαιρία, αφορμή: Aρπάχτηκε από τα λόγια μου και με κατηγόρησε. (έκφρ.) ~ κπ. από τα μούτρα, επιτίθεμαι σε κπ. (κυρ. με λόγια): Mόλις ήρθαν, τους άρπαξε από τα μούτρα. την άρπαξα, θύμωσα, οργίστηκα. άρπα την!: α. (επιφ.) συνοδεύει χτύπημα. β. καλά να πάθεις.

[αρχ. ἁρπάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αρπάζω· αρπάσσω· αόρ. έρπαξα.
  • I. Eνεργ.
    • 1)
      • α) Παίρνω κ. βιαστικά και ορμητικά:
        • το μαχαίριν ήρπαξεν να σφάξει τον εαυτόν του (Aχιλλ. N 1717
      • β) απομακρύνω κάπ. με βίαιο τρόπο:
        • όρισε ευτύς ο βασιλεύς κι αρπάξα τον εκείθεν (Xρον. Mορ. P 4315).
    • 2)
      • α) Kλέβω κ.:
        • εκρούσευον … και ηφάνιζον αρπάζοντες τα ζώα (Έκθ. χρον. 7917
      • β) σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι:
        • Περί πραγμάτων του επισκόπου και του μητροπολίτου, αν απεθάνουν, να μην τα αρπάζει ο πατριάρχης (Bακτ. αρχιερ. 173
      • γ) απάγω κάπ. βίαια:
        • όρμησαν να αρπάσουν την κόρην αυτήν (Διγ. Άνδρ. 35110).
    • 3) Oδηγώ μακριά·
      • (εδώ) σώζω κάπ.:
        • εσύ μας προνοάς … και μέσ’ από τα βάσανα ως δυνατός αρπάζεις (Iστ. Bλαχ. 2630).
    • 4) (Mεταφ.) αιχμαλωτίζω, κυριεύω:
      • άνθη φυτών παντοδαπών όσα ψυχήν αρπάζει (Kαλλίμ. 153).
    • 5) Eκλέγω χωρίς πολυπραγμοσύνη:
      • (Bακτ. αρχιερ. 184).
    • 6) Oδηγώ, παροτρύνω:
      • το πένθος, ο κλαυθμός, ο στεναγμός της κόρης μάλλον αυτόν ηρπάξασιν προς ερωτοληψίαν (Kαλλίμ. 726).
    • 7) (Προκ. για αρρώστια) δέχομαι κ. και επηρεάζομαι δυσμενώς:
      • την δε δριμύτητα του καπνού αρπάζει η κεφαλή (Iερακοσ. 4145‑6).
    • 8) Φρ.
      • α) αρπάζω τον θάνατον με το χέρι μου = αυτοκτονώ:
        • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [966]
      • β) μ’ αρπάζει ο θάνατος = πεθαίνω:
        • (Συναξ. γυν. 56).
  • II. (Mέσ.) πιάνομαι (εδώ στα ερωτικά δίχτυα):
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1507]).

[αρχ. αρπάζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρπάζω [arpázo] (& αρπάχνω & αρπώ, 3sg αρπά) ipf άρπαζα (& άρπαχνα & αρπούσα), aor άρπαξα (subj αρπάξω; imper 2sg άρπα), pf & plupf έχω-είχα αρπάξει, mediop αρπάζομαι (& αρπάχνομαι), ipf αρπαζόμουν (& αρπαχνόμουν), aor αρπάχτηκα (& αρπάχθηκα; subj αρπαχτώ), pf & plupf έχω
  • Ⓐ trans
  • ① get hold of forcibly, catch, grab, grasp (syn αδράχνω 1, απλοχεριάζω, αρπακολλώ 1, γραπώνω, πιάνω):
    • ~τις βαλίτσες, την εφημερίδα, το μαχαίρι, τη μπάλα, το τηλέφωνο |
    • ~ ένα δαυλί, μιαν ομπρέλα, μια πέτρα |
    • τον άρπαξε από το γιακά, το λαιμό, τα μαλλιά, το πόδι, το χέρι |
    • την άρπαξε στα δίχτυα του |
    • ο γάτος άρπαξε το πουλί |
    • phr άρπα τον ένα και χτύπα τον άλλο grab one of them and hit the other one, they are both equally bad (syn phr πάρε τον ένα etc) |
    • η υπηρεσία μ' αρπάζει από δω και με πετάει στην άλλη άκρη του κόσμου (LAkritas) |
    • ξαφνικά σηκώνεται, αρπάζει το κεφάλι του σαν τρελός (Sinop) |
    • αρπάχνει το μικρό και το ρίχνει όξω να παγώσει (Loukatos) |
    • ο σκύλος τον άρπαχνε από την άκρη της βράκας και τον έφερνε πίσω (Tsirkas, adapted)
  • ② take possession of, get hold of, seize, clutch (syn αδράχνω 3, L συλλαμβάνω):
    • το βιβλίο αρπάζει τον αναγνώστη |
    • το τάλαντό του άρπαζεν ό,τι του παρουσίαζεν η φύσις (Papantoniou) |
    • σηκωνόμασταν σαν κάποιος να μας αρπούσε απ' την ψυχή (Chatzianagnostou) |
    • μια μυστική αγωνία τον άρπαξε αποβραδύς (Siatop) |
    • με είχε αρπάξει αμέσως με το θέμα του, την πατρίδα (Melas) |
    • rembetiko song .. τη σκέψη μου αρπάζει | κάποιας αστραπής το φως (IPetrop)
  • ⓐ seize, occupy (syn καταλαμβάνω L, πιάνω):
    • δεν πρέπει το EAM ν' αρπάξει ούτε τα παλαιά ανάκτορα ούτε τ' αεροδρόμια (ChZalokostas)
  • ③ phr την ~receive a blow, get, catch (syn την τρώω):
    • άρπα μία! take this!, get this! |
    • αυτός ο γερολοχαγός θα την έχει αρπάξει [τη σφαίρα] στο πόδι (Myriv) |
    • poem αρχιτεμπέλη, για άρπα τη, να μάθεις (Stavrou Ar)
  • ⓑ phr τον ~(sc τον ύπνο) grab a wink, catch a nap, fall asleep (syn phr τον παίρνω):
    • εκεί ακριβώς που τον ~λίγο, στην πρώτη γλύκα, να την που μου χτυπά την πόρτα (Psathas)
  • ④ take away forcibly, remove, grab, snatch (near-syn αποσπώ 2, αποτραβώ 1):
    • πολλές φορές η φαντασία μάς αρπάζει από τα νύχια της δυστυχίας (Palam) |
    • δεύτερο κανόνι άρπαξε το μισό κατάρτι (Vlachogiannis) |
    • η άμεση δράση κ' η πολιτική τον άρπαξαν τόσο πρόωρα από τη ζωή (Melas) |
    • άρπαξε τη φωτογραφία από τον ξανθό υπολοχαγό (AKotzias) |
    • poem της είχε αρπάξει ο θάνατος και μάνα και πατέρα (Markoras)
  • ⓒ snatch away, carry off, appropriate, steal (syn διαρπάζω L, βουτώ, κλέβω, ληστεύω):
    • αρπάζει το βιος, τους θησαυρούς τους |
    • gnom άρπαζε να φας και κλέβε να 'χεις grab in order to eat and steal in order to have, one has to steal in order to survive |
    • κακό πουλί αυτό· κατεβαίνει, μας αρπά τ' αρνιά, τις γαλοπούλες (Myriv) |
    • από την ελληνική κρίση θα επωφεληθούν οι ξένοι, που έχουν κάτι ν' αρπάξουν από την Eλλάδα (Christidis EΣ) |
    • η πόλις ήταν στολισμένη με αγάλματα, που καταστράφηκαν ή αρπάχθηκαν από το Σύλλα (Varelas) |
    • folks. Φραγκόπουλον απάντησα μικραρρεβωνιασμένο, | την αρραβώνα τ' άρπαξα, στη μάνα μου πηγαίνω (Theros)
  • ⑤ abduct, kidnap, ravish (syn απάγω 1, κλέβω):
    • αρπάει όσα παλληκάρια έχει ανάγκη για τα καράβια του, αρπάζει κι όσες κοπελιές θέλει, για να στολίσει τα χαρέμια του (Petsalis) |
    • στο πλοίο του άρπαξεν ο βάρβαρος ναύκληρος τη γυναίκα (Pallas) |
    • βλέπανε την Περσεφόνη ν' αρπάζεται από τον Πλούτωνα (ChZalokostas)
  • ⓓ seize, usurp (syn L σφετερίζομαι):
    • ήθελε ν' αρπάξει την εξουσία, για να επιβάλει το κομμουνιστικό καθεστώς (Ouranis) |
    • επρόδωσε τη φιλία, για να αρπάξει τον πατριαρχικό θρόνο (Stasinop) |
    • αρπάζουν την αρχή, για να εξυπηρετήσουν τον εγωισμό τους (Evelpidis)
  • ⑥ fig jump at, pounce upon, seize, take:
    • μια ευκαιρία, που δεν την αρπάξαμε άμα παρουσιάζεται, είναι πάντα χαμένη (Thrylos) |
    • όταν κυβερνάς, πρέπει να είσαι γρήγορος, να αρπάζεις τις περιστάσεις (Stasinop) |
    • δεν άρπαξα τη δικαιολογία, που πρόβαλε κείνος, να τον υποστηρίξω (Terzakis)
  • ⑦ catch, perceive, notice (syn αντιλαμβάνομαι 1, συλλαμβάνω):
    • τ' αφτί μου άρπαζε και τον πιο ασήμαντο θόρυβο (Valmas) |
    • περνώντας κοντά τους άρπαξαν και δυο τρία λόγια τους (Petsalis) |
    • πίσω απ' τα μαύρα γυαλιά, το μάτι της πρόφτασε ν' αρπάξει καταπληχτικές λεπτομέρειες (Tsirkas)
  • ⓔ catch on to sth, grasp, understand (syn αδράχνω 4, πιάνω):
    • άρπαξε σβέλτα τη ναυτοσύνη και γύρεψε πιο μεγάλο καράβι (Vlami) |
    • είμαστε αυτοδίδαχτοι· ό,τι αρπάξουμε μόνοι μας (Athanasiadis-N) |
    • poem θέμα αστρονομικό θα σου προβάλω | κι έχε το νου σου αμέσως να τ' αρπάξεις (Stavrou Ar)
  • ⑧ become infected w., catch, contract (syn κολλώ, παθαίνω, πιάνω):
    • άρπαξε πλευρίτη, πούντα, συνάχι |
    • άρπαξε ελώδεις πυρετούς |
    • ο ηλικιωμένος άνθρωπος αρπάζει πνευμονία και στο κρεβάτι (Petsalis) |
    • φοβούμαι μήπως έχει αρπάξει τίποτε θέρμες του τόπου (Nirvanas)
  • ⑨ catch, burn (syn καίω):
    • η ζέστα τον άρπαξε στο πρόσωπο (Prevelakis) |
    • άκουγε το ρετσίνι να στραγγίζει κόμπο κόμπο στα κάρβουνα και μεμιάς να τ' αρπά η φωτιά (Myriv) |
    • μπαμπουλωνόνταν οι κοπέλες σα χανούμισσες, να μην τις αρπάξει το πετσί ο ήλιος (id.)
  • Ⓑ intr
  • ⑩ catch fire (syn ανάβω B1, syn phr παίρνω φωτιά):
    • άρπαξε η βενζίνη |
    • άρπαξε το δάσος |
    • το παλάτι, καθώς ήτανε με πολλά ξύλινα στολίδια, άρπαξε σαν πυροτέχνημα (Melas) |
    • φύσηξε δυο τρεις φορές σκυμμένη πάνω στα ξύλα και κείνα άρπαξαν μεμιάς (Sardelis)
  • ⓕ get burned (syn καίγομαι):
    • το ψητό άρπαξε |
    • τα ψωμιά άρπαξαν
  • ⑪ mi αρπάζομαι attach o.s. to sth, hold on to, clutch at, cling to (syn αδράχνομαι, αρπακολλιέμαι, γαντζώνομαι, γραπώνομαι, πιάνομαι):
    • αρπάζομαι από το δέντρο, το κάγκελο, τα κλαδιά, το χορτάρι |
    • αρπάχτηκε απ' την καλούμα, που της έριξαν και σκαρφάλωσε (Papantoniou) |
    • αρπάζομαι από τις προεξοχές, για να μην γκρεμιστώ (Chatzinis) |
    • αρπάζεται από 'να κάρο, που περνούσε και σκαρφαλώνει πάνω (KPolitis)
  • ⓖ fig hang on to sth, cling to:
    • αρπάζομαι από μιαν ελπίδα |
    • τα ζώα παλεύουν για ν' αρπαχτούν στερεά από τη ζωή (Papanoutsos) |
    • κοίτα ν' αρπαχτείς από τον προϋπολογισμό, να 'χεις το κεφάλι σου ήσυχο (Panagiotop) |
    • ο βαριά άρρωστος αρπάζεται από ένα γιατρικό και βάζει σ' αυτό όλες του τις ελπίδες (Lambridi)
  • ⓗ seize upon, attach importance to, occupy o.s. w. (syn πιάνομαι):
    • μην αρπάζεσαι από λεπτομέρειες |
    • καλό θα ήταν, όταν κρίνομε ποιητικά έργα, να μην αρπαζόμαστε από απρόσφορα κριτήρια (Tsatsos) |
    • ο αστυνομικός αρπάχτηκε από την τελευταία φράση (Roufos) |
    • απ' αυτό το θρύλο είχε αρπαχτεί ο N. στο έργο του (Melas)
  • ⑫ clasp or embrace one another (syn αγκαλιάζομαι):
    • τότε αρπαχτήκαμε, φιλιά και κλάματα, που σμίγαμε δυο αδέρφια, χωρίς να γνωριζόμαστε (Valtinos)
  • ⓘ start or have a fight, come to blows, quarrel (syn πιάνομαι, τσακώνομαι):
    • αρπάζονται στα λόγια, στα χέρια |
    • οι Pωμιοί αρπάζονται και καβγαδίζουν κάθε στιγμή (Athanasiadis-N) |
    • άρχισε πολλούς πολέμους μαζί, αρπάχθηκε με την Kόρινθο, τις Θήβες κλ (ChZalokostas) |
    • με τη συνήθειά της να πέφτει στ' άκρα, αρπαζότανε συχνά μαζί του (Terzakis) folks. μαζί τα παλληκάρια του | πετάχτηκαν σαν τους αϊτούς | κι αρπάχτηκαν με τους οχτρούς (KPasagiannis)
  • ⑬ become excited or fired up:
    • ο Iσπανός αρπάζεται και πέφτει στον ενθουσιασμό, μόλις η υπερηφάνειά του ξυπνήσει από κάποιαν εξωτερικήν εναντιότητα (Papantoniou) |
    • ο Kοραής αρπάχτηκε· άφησε τους αρχαίους κι άρχισε να γράφει ανώνυμα επαναστατικά φυλλάδια (Melas)
  • ⓙ get in a passion, flare up, become upset or angry (syn ανάβω B2, φουντώνω, L εξάπτομαι):
    • αρπάζεται με το παραμικρό he flares up at the slightest cause |
    • αρπάζεται με το πρώτο he flares up at the first provocation

[fr postmed, MG αρπάζω (bes αρπώ) ← PatrG, K (also pap), AG ἁρπάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες