Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρπάγη η [arpáji] Ο30 : 1.εργαλείο συνήθ. μεταλλικό, με αγκιστρωτά άκρα, που χρησιμοποιείται για να συλλαμβάνονται, να ανασύρονται ή να κρεμιούνται διάφορα αντικείμενα: Γερανός με σιδερένια ~. 2. (μτφ.) για κτ. που συλλαμβάνει, που αιχμαλωτίζει: Kανείς δε γλιτώνει από την ~ του νόμου.
[λόγ. < ελνστ. ἁρπάγη, αρχ. σημ.: `τσουγκράνα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρπαγή η [arpají] Ο29 : 1.(για πργ.) η βίαιη αφαίρεση, απόσπαση και οικειοποίηση ξένων πραγμάτων: Οι νικητές μόλις μπήκαν στην πόλη επιδόθηκαν σε λεηλασίες και αρπαγές. 2. (για πρόσ.) η στέρηση της ελευθερίας ατόμου με άσκηση υλικής ή ψυχολογικής βίας ή με απάτη· απαγωγή: H ~ ανηλίκου τιμωρείται αυστηρά από το νόμο. || H ~ της ωραίας Ελένης / της Περσεφόνης / των Σαβίνων.
[λόγ. < αρχ. ἁρπαγή]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρπαγή η.
-
- 1)
- α) Bίαιη αφαίρεση ξένου πράγματος, λεηλασία:
- (Πανάρ. 6713)·
- β) κλοπή:
- (Πένθ. θαν. 356)·
- γ) (προκ. για πρόσωπο) απαγωγή:
- (Διγ. Z 1631).
- α) Bίαιη αφαίρεση ξένου πράγματος, λεηλασία:
- 2) Σφετερισμός, οικειοποίηση:
- Περί αρπαγής εκκλησίας αρχιερέων (Bακτ. αρχιερ. 136).
- 3) (Προκ. για φιλονικία ή βίαιη πράξη) βιαιοπραγία:
- (Διγ. Esc. 1105, 803).
[αρχ. ουσ. αρπαγή. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρπάγη [arpáyi] η, (L) & region.
- ① grappling iron, grapnel, grab (syn αρπάγι 1, near-syn γάντζος, κόρακας, πεσκαδούρος):
- άναβε τα γκαζοφάναρα ανοίγοντας με τη διχαλωτή ~του κονταριού τις τζαμωτές πορτίτσες (Glezos) |
- ο ερχόμενος θάνατος έδινε στα χέρια του την ακαμψία της αρπάγης (Karagatsis, adapted)
- ② usu pl αρπάγες οι, claws (syn αρπάγι 2b, νυχοπόδαρα):
- τα δάχτυλά του σκαρφάλωναν σα μεγάλα σφαλάγγια, σαν αρπάγες σκαρφάλωναν (Plaskovitis)
- ⓐ fig clutches, claws, grasp, grip (syn αρπάγι 2b, near-syn νύχια):
- η ~του νόμου, του πολέμου |
- οι αρπάγες της κεφαλαιοκρατίας |
- η σιωπή, που τον κύκλωνε, ήταν σαν μια ~της ανυπαρξίας (Chourmouzios) |
- ιστορεί την παραζάλη του ποιητή μέσα στις αρπάγες της ιστορίας (Maronitis) |
- poem .. το κορμί σου σφίγγοντας στη φλογερή μου ~ | ναν το θερμάνω απάντεχα με δάκρυα και φιλιά (Zotos)
- ③ snare, trap (syn παγίδα):
- γυροφέρνεις μια τα μάτια, μην τύχει και είναι ~,απόπειρα να σε ξεγελάσει (Floros)
[fr MG (Hesych.) αρπάγη ← K, AG ἁρπάγη]
- ① grappling iron, grapnel, grab (syn αρπάγι 1, near-syn γάντζος, κόρακας, πεσκαδούρος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρπαγή [arpayí] η, (L) & region.
- ① act of snatching away, spoliation, plunder, pillage (syn άρπαγμα 2, αρπαγμός, L διαρπαγή, λεηλασία):
- ~της εκκλησιαστικής περιουσίας από την κυβέρνηση |
- οι αντάρτες ρίχτηκαν στην ~ και στο φόνο (Kazantz) |
- από τους τάφους αυτούς ένας μόνο ξέφυγε ολότελα την ~ ως την εποχή μας (Ouranis) |
- παντοτινός εξουσιαστής των ανθρωπίνων σχέσεων η βουλιμία και η ~ (Floros) |
- να κλαίετε και να θρηνείτε όσο ζείτε με αδικίες και αρπαγές (Petsalis)
- ② abduction, kidnapping, ravishment, rape (near-syn βιαία or ακουσία απαγωγή):
- η ~της ωραίας Eλένης |
- η ~ του Γανυμήδη από το Δία |
- γίνεται η αναπαράσταση της αρπαγής των γυναικών των Σαβίνων (Kanellop) |
- με τη συνδρομή λίγων πατριωτών έβγαλε πέρα την ~ του στρατηγού (ChZalokostas)
[fr kath αρπαγή ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG ἁρπαγή]
- ① act of snatching away, spoliation, plunder, pillage (syn άρπαγμα 2, αρπαγμός, L διαρπαγή, λεηλασία):