Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρουραίος ο [aruréos] Ο18 : 1.τρωκτικό θηλαστικό ζώο που συγγενεύει με τον ποντικό και που ζει στους αγρούς: Οι αρουραίοι καταστρέφουν τη σοδειά των γεωργών. 2. (μτφ.) άνθρωπος πονηρός και τιποτένιος.
[λόγ. < αρχ. ἀρουραῖος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρουραίος [aruréos] ο, (L)
- ① zoo fieldmouse, rat:
- ~ |
- οι αρουροι κατάστρεψαν τα σπαρτά |
- για να 'ναι αποτελεσματικός ο αγώνας κατά των αρουραίων, πρέπει να στραφεί ενάντια στα θηλυκά (Katsigra) |
- άκουγες τα ποντίκια να πηγαινοέρχονται, κάτι βαπορήσιοι αρουραίοι σα γατιά (Petsalis)
- ② fig worthless or contemptible person, (dirty) rat:
- ο N. έγραφε τα έργα του στο μέτρο ορισμένων ηθοποιών· ~ |
- οι αρουραίοι καταστρέφουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα (PAthanasiadis) |
- όλοι οι χρυσοκάνθαροι και οι αρουραίοι της Eυρώπης μαζεύονται το χειμώνα στο Σαιν Mόριτς για επίδειξη και τάχα για σπορ (Nakou)
[fr kath αρουραίος ← kath αρουραίος μυς ← K (also pap), AG ἀρουραῖος μῦς]
- ① zoo fieldmouse, rat: