Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνόδερμα [arnό∂erma] το,
- sheepskin (syn in αρνιακό):
- καθώς χειμώνιαζε, στέλναν αρνοδέρματα, κουβέρτες, τσαρούχια κλ (ChZalokostas)
[cpd w. δέρμα]
- sheepskin (syn in αρνιακό):