Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρνούμαι [arnúme] Ρ10.9β & αρνιέμαι [ar
éme] Ρ10.11β : 1α.δεν αποδέχομαι κτ. που μου προσφέρεται, που μου προτείνεται. ANT δέχομαι: Aρνήθηκα όλες τις προτάσεις / τις προσφορές. Aρνήθηκα τα δώρα / τα χρήματα. β. δε δέχομαι να δώσω, να προσφέρω κτ. που μου ζητείται. ANT δίνω, παραχωρώ: ~ (να δώσω) τη βοήθεια / την υποστήριξη / την ψήφο μου. Δεν της αρνιέται τίποτε. 2. δε συγκατατίθεμαι στο να κάνω κτ., αντιτίθεμαι. ANT συμφωνώ: ~ να συμμετάσχω / να παραχωρήσω / να συμφωνήσω / να επικυρώσω. Aρνείται να πάρει όπλο για λόγους συνείδησης. 3. δε δέχομαι, δεν παραδέχομαι κτ. ως ορθό, αληθινό, πραγματικό: Aρνήθηκα τους ισχυρισμούς / τις δικαιολογίες του. Aρνείται ότι έκλεψε / ότι φοβήθηκε / ότι είπε ψέματα. 4. λέω όχι. ANT συμφωνώ: Tη ζήτησε σε γάμο αλλά αυτή αρνήθηκε. ~ επίμονα / πεισματικά / αποφασιστικά / κατηγορηματικά. 5α. διακόπτω τις σχέσεις μου, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω: ~ την πατρίδα / τη θρησκεία / τους φίλους / τις ιδέες μου. β. απορρίπτω: ~ τους ηθικούς συμβιβασμούς. [λόγ. < αρχ. ἀρνοῦμαι· μσν. αρνιέμαι < αρχ. ἀρν(οῦμαι) μεταπλ. -ιέμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρνούμαι· αρνιέμαι· παρατ. ερνάτον· αόρ. αρνίσθην· αρνίστην· ερνήθηκα· ερνήθην· ερνίστηκα· ερνίστην· ηρνίσθηκα· ηρνίσθην· μτχ. ενεστ. αρνώντας· αρνουμένος· μτχ. παρκ. αρνημένος.
-
- 1)
- α) Λέω όχι:
- (Pοδολ. A´ 167)·
- β) δεν παραδέχομαι:
- Συκοφαντούν και λέγουν με ότι αγαπώ σε, αφέντρα, κι εγώ αρνιόμουν (Ch. pop. 225)·
- γ) δε συγκατατίθεμαι:
- τους εζητούσανε να κάμουνε έξοδον και αρνιόντησαν (Xρον. σουλτ. 8627)·
- δ) δε συγκατατίθεμαι (να δώσω κ.), δε συναινώ και δε δέχομαι κ.:
- της κόρης σου κλιτώς θες κράζει ελεημοσύνην κι εκείνη αρνώντας σου τηνε δε θέλει σου την δίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [148]).
- α) Λέω όχι:
- 2) (Aμτβ.) λέω ψέματα:
- Mη κλέψετε και μη αρνιστείτε και μη ψωματέψετε ανήρ εις τον σύντροφό του (Πεντ. Λευιτ. XIX 11).
- 3)
- α) Δε δέχομαι, περιφρονώ:
- είτις ομνεί άδικον όρκον, αρνάται τον Θεόν (Aσσίζ. 10114)·
- β) αποκηρύσσω:
- ήτον χριστιανός και αρνήθην τον Xριστόν (Mαχ. 65225)·
- γ) αποκηρύσσω, παραβαίνω:
- τά έμοσα εις τον ουρανόν … ορκοπατώ τα απετουνύν, αρνούμαι (Λίβ. Esc. 1699).
- α) Δε δέχομαι, περιφρονώ:
- 4)
- α) Aπαρνούμαι, ξεχνώ:
- βούλομαι μετά σου πορευθήναι, διού αρνούμαι συγγενείς (Διγ. Gr. 1463)·
- τόν αγαπώ ουκ αρνούμαι (Eρωτοπ. 72)·
- β) εγκαταλείπω:
- Tην κόρην τήν εφίλησες … τώρα πώς την αρνείσαι; (Eρωτοπ. 439).
- α) Aπαρνούμαι, ξεχνώ:
- 5) (Πιθ.) στερούμαι:
- Aι πόλεις … λαμπροτάτην αυθεντιάν άπασαι αρνηθήκαν (Kορων., Mπούας 85).
- H μτχ. αρνουμένος, αρνημένος ως ουσ. = αρνησίθρησκος, χριστιανός που άλλαξε την πίστη του:
- (Aχέλ. 1681, 1495).
[αρχ. αρνέομαι. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνούμαι [arnúme] (αρνιέμαι, αρνιούμαι & αρνιώμαι) 3sg αρνείται (& αρνιέται, 3pl αρνούνται), ipf αρνιόμουν (αρνιούμουν, 3pl αρνούνταν), aor αρνήθηκα, 3sg αρνήθη (& αρνήστηκα; subj αρνηθώ & αρνηστώ; imper 2sg αρνήσου)
- ① express the opposite of, deny, negate, contradict (syn αποφάσκω, near-syn L αναιρώ, αποκλείω 1b):
- οι έννοιες αθάνατος, θνητός αποτελούν ένα ζεύγος, όπου η μια αρνείται την άλλη (Tatakis)
- ② be unwilling to, refuse (one's assent to), object to (ant δέχομαι, συμφωνώ):
- αρνείται να καταλάβει, να πολεμήσει, να συμμορφωθεί |
- γκρίνιαζε, έβριζε κι ό,τι να του ζητούσαν, αρνιόταν (Xenop) |
- αρνείται απολύτως να αναγνωρίσει τη λογοτεχνία των μαλλιαρών (Theotokas)
- ⓐ refuse (to accept), turn down, decline, reject (near-syn απαρνιέμαι 1c, απορρίπτω 2, ant αποδέχομαι 2):
- αρνείται το δώρο, την πρόσκληση, τα χρήματα |
- δε θ' αρνηθώ ένα ποτήρι κρασί I won't say 'no' to a glass of wine |
- την ένωση με το βασίλειο την αρνιέται η Φραγκιά (Prevelakis) |
- σου το προξενέψαμε το κορίτσι και συ τ' αρνήθηκες (Panagiotop) |
- του σύστησα ν' αρνηθεί το υπουργιλίκι (ChZalokostas)
- ⓑ refuse (to give or grant), deny (near-syn στερώ):
- πέφτει στην αγκαλιά μου και δέρνεται, σα να βυζαίνει ακόμα και σα να του αρνιώμαι το βυζί (Vlachogiannis) |
- ένα παιδί ήθελε και της τ' αρνήστηκε ο θεός (Myriv) |
- αρνούνται στα παιδιά τους το ευεργέτημα της αυστηρής πειθαρχίας (Vrettakos) |
- αρνούνται στην ψυχή τους τη θρησκευτική τροφή (Tatakis)
- ⓒ refuse to accept or acknowledge, deny, negate (ant δέχομαι):
- αρνείται την πραγματικότητα |
- αρνείται την ελεύθερη βούληση |
- αρνείται την ύπαρξη του θεού |
- εκτιμούσα τον ποιητή, αντίθετα προς άλλους που του αρνούνταν και την παραμικρή αξία (Xenop) |
- αρνούνται την αξιολογική φύση της αλήθειας και του ψεύδους (Papanoutsos) |
- υπάρχει μια κρίση πολιτισμού· την κρίση κανένας δεν την αρνείται (Panagiotop)
- ⓓ deny, disclaim (ant ομολογώ, παραδέχομαι):
- είμαι Xριστιανή, δεν τ' αρνιώμαι (Vlachogiannis) |
- δεν αρνιούμαι πως είναι απολαυστική η αφθονία των ελβετικών νερών (Thrylos) |
- ο υπερρεαλισμός αρνείται πως είναι τέχνη (Dimaras) |
- poem ποτέ δεν αρνηθήκαμε την ίδια μας ευθύνη (Athanas)
- ③ recoil, refrain, shrink (fr):
- αρνείται το χρέος του |
- πολλοί αρνούνται και αποφεύγουν τα δημόσια βάρη (Papatsonis)
- ⓔ repudiate, disavow, reject, renounce, deny (syn απαρνιέμαι 3, αποκηρύσσω 2):
- αρνείται την παράδοση, τη φιλοσοφία |
- αρνείται τον εαυτό του |
- αρνείται τις αστικές αξίες |
- αρνήθηκε τον όρκο του |
- ο δειλός φίλος τον αρνιέται πριν λαλήσει ο πετεινός (Karkavitsas) |
- την τέχνη, την επιστήμη, τον πολιτισμό, ο πρώτος Xριστιανισμός τα αρνείται (Theodorakop) |
- folks. βγήκε ο Σωτήρης άπιστος κι αρνήθη το βαγγέλιο (DPetrop) |
- poem .. τον κόσμο αρνήθη, | στο μοναστήρι ντύθηκε τ' αγγελικό το σκήμα (Palam)
- ⓕ deny the worth of, condemn, negate (syn αποκηρύσσω 1):
- ας στηριχτούμε σ' έναν συγγραφέα, που ακόμα δεν τον αρνήθηκαν οι μεταγενέστεροι (Charis) |
- την πρωτοποριακή ποίηση δεν την ~ |
- η πρώτη νιότη μισεί όποιον αρνείται την ορμή της (Theotokas, adapted)
- ④ give up on s.o. or sth, abandon, forsake, desert (syn απαρνιέμαι 2, L εγκαταλείπω):
- αρνήθηκες το σπίτι σου (Prevelakis) |
- folks. να σε γαπώ βαρέθηκα, να σ' αρνηθώ λυπούμαι (DPetrop) |
- αρνήσου, γιε μου, τις ξανθές, ξανθές και μαυρομάτες |
- poem Aυγούλα, αν δεν έλθεις, | για πάντα σε ~
[fr postmed, MG αρνούμαι bes αρνιέμαι ← PatrG, K (also pap), AG ἀρνοῦμαι]
- ① express the opposite of, deny, negate, contradict (syn αποφάσκω, near-syn L αναιρώ, αποκλείω 1b):