Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρνοτόμαρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρνοτόμαρο [arnotόmaro] το,
  • sheepskin (syn in αρνιακό):
    • το πρώτο αντίτυπο είναι δεμένο μ' ~

[cpd w. τομάρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες