Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρνοπροβιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρνοπροβιά [arnoprovjá] η,
  • sheepskin (syn in αρνιακό):
    • με τι χαρά θα σουλατσέρνουν εκεί μέσα με τις χοντρές αρνοπροβιές και τις ψηλές τους μπότες (Kazantz) |
    • poem άργαστο πήρε βοϊδοτόμαρο κι αρνοπροβιές και πήγε | να γείρει στην αυλή κλ (Homer Od 20.142 Kaz-Kakr)

[cpd w. προβιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες