Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνητικότητα [arnitikόtita] η, (L)
- ① negative attitude, negativism (syn αρνητισμός):
- δείχνει μια απόλυτη ~,όσον αφορά το θέμα των παιδιών |
- το ότι δεν έχει σημειωθεί πρόοδος στο διάλογο οφείλεται στην ~ της άλλης πλευράς |
- ένα πνεύμα κακότητας, αρνητικότητας, εκδικητικότητας φέρνει μαζί της η φτώχεια (Tsatsos) |
- σε στιγμές αρνητικότητας κακομεταχειρίστηκε δημιουργούς σαν τον Παλαμά (Xydis)
- ② negative or unfavorable quality:
- από τη σκοπιά τούτη ο θάνατος χάνει τη συνηθισμένη αρνητικότητά του (Theodorakop) |
- οι έξι περιπτώσεις παρουσιάζονται με διάφορες διαβαθμίσεις θετικότητας ή αρνητικότητας (Papanoutsos, adapted)
[fr kath (neol) αρνητικότης, der of αρνητικός]
- ① negative attitude, negativism (syn αρνητισμός):