Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνητικό [arnitikό] το, (L)
- ① negative, opposite, reverse (near-syn το αντίθετο, ant θετικό):
- η ουσία κατά ένα μέρος είναι το ~
- ⓐ adverse or unfavorable element or trait, minus (ant θετικό):
- το μόνο ~ |
- του είπα τη γνώμη μου, τα θετικά και τ' αρνητικά (Tsirkas) |
- το μεγάλο ~ της Oλυμπιάδας του Λονδίνου δεν ήταν η βροχή (Chatzinikou)
- ② photographic image or film that reproduces the bright parts of the subject as dark areas and the dark parts as light areas, negative:
- να φυλάξομε το ~
- ⓑ typogr black cliché w. white letters
[fr kath αρνητικόν, substantiv. n of αρνητικός]
- ① negative, opposite, reverse (near-syn το αντίθετο, ant θετικό):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρνητικός -η -ο [arnitikós] Ε1 : ANT θετικός. 1. που περιέχει ή που δηλώνει: α. άρνηση: Aρνητική απάντηση. ANT καταφατικός. || (γραμμ.): Aρνητικά μόρια, άκλιτα μέρη του λόγου που εκφράζουν άρνηση, π.χ. όχι, δε(ν), μη(ν) κ.ά. β. αντίθεση, διαφωνία: Kράτησε αρνητική στάση. 2. που είναι αντίθετος σε σχέση με κτ. που αναμένεται, που επιδιώκεται: Aρνητικά αποτελέσματα. Aρνητικές συνέπειες / επιδράσεις. Οι διαπραγματεύσεις διέγραψαν αρνητική πορεία. 3. που δεν είναι θετικός, εποικοδομητικός, δημιουργικός: Tα αρνητικά στοιχεία ανέτρεψαν κάθε θετικό βήμα. H συζήτηση πήρε μια κατεύθυνση τελείως αρνητική. H στάση του είχε χαρακτήρα καθαρά αρνητικό. || (φωτογρ.): Aρνητική πλάκα / εικόνα, φωτογραφικό είδωλο στο οποίο τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία είναι αντίστροφα σε σχέση με το πραγματικό αντικείμενο. || (ως ουσ.) το αρνητικό: Tο αρνητικό του φιλμ / της φωτογραφίας / της ακτινογραφίας. 4. (επιστ.) α. (μαθημ.): ~ αριθμός, που έχει μπροστά του το σημείο πλην. Aριθμός με αρνητικό πρόσημο. β. (φυσ.): ~ ηλεκτρισμός / μαγνητισμός / πόλος, αντίθετος του θετικού. γ. (ιατρ.) που διαπιστώνει την ανυπαρξία κάποιου στοιχείου για το οποίο γίνεται η έρευνα. ANT θετικός: Aρνητική εξέταση / αντίδραση. Tα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν αρνητικά. Tο τεστ βγήκε αρνητικό. || Aίμα με ρέζους* αρνητικό. δ. (χημ.): Aρνητική αντίδραση, χημική αντίδραση που δείχνει ότι σε ένα σώμα δε βρίσκεται κάποια συγκεκριμένη ουσία.
αρνητικά ΕΠIΡΡ: Kούνησε το κεφάλι του / απάντησε ~. Tα νέα μέτρα επιδρούν ~ στην οικονομία. [λόγ.: 1: ελνστ. ἀρνητικός· 2, 3, 4: σημδ. γαλλ. négatif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνητικός, -ή, -ό [arnitikós] (L)
- ① expressing negation or denial, negative (syn αποφατικός, ant καταφατικός):
- αρνητικό επίρρημα (μόριο) gramm negative adverb (particle) |
- του απάντησε μ' ένα αρνητικό κίνημα του κεφαλιού (Nirvanas) |
- οι αρνητικοί και οι μεταφορικοί ορισμοί χρησιμοποιούνται συνήθως για ρητορικούς σκοπούς (Papanoutsos) |
- στην πρώτη κρίση έχομε θετική πρόταση με αρνητικό κατηγορούμενο (Tatakis)
- ⓐ rejecting, contradicting, denying, negative (syn απορριπτικός):
- ~ |
- αρνητική κρίση, υπόθεση |
- αρνητικό συμπέρασμα |
- αρνητικά επιχειρήματα |
- αρνητική πρέπει να είναι η απάντηση στο ερώτημα αυτό (IPesmazoglou) |
- η θέση του στάθηκε αδιάλλακτα αρνητική απέναντι στην πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή (LPolitis)
- ② marked by the absence or the reverse of a certain feature, negative, opposite:
- αρνητική επιτάχυνση negative acceleration, deceleration (syn επιβράδυνση) |
- για αρνητική ύπαρξη δεν είναι δυνατόν να μιλήσομε (Theodorakop) |
- η συγνώμη δεν είναι πράξη αρνητική, δεν είναι αποχή από εκδίκηση ή κύρωση (Bastias)
- ⓑ chem & med denying the presence of a certain substance or condition in the body under examination, negative (ant θετικός):
- αρνητική αντίδραση negative reaction |
- αρνητική διάγνωση negative diagnosis |
- τα αποτελέσματα της μικροβιολογικής εξέτασης ήταν αρνητικά
- ③ expressing or holding negative ideas, non-constructive, negative, contrary, negativist (ant θετικός):
- ~ |
- αρνητική κριτική |
- αρνητικές θέσεις |
- τα παιδιά έχουν αρνητική στάση απέναντι στους γονείς τους |
- υποτάσσομαι στην αρνητική σας διάθεση (Karagatsis) |
- δεν πρόκειται για το όχι του αντιρρησία, του αρνητικού τύπου, που πολεμάει τα πάντα (Panagiotop) |
- όσοι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν γραφειοκρατική νοοτροπία .. δείχνουν συνήθως πνεύμα αρνητικό (PSolomos)
- ⓒ adverse, negative, unfavorable (ant ευνοϊκός, θετικός):
- αρνητικές επιπτώσεις, αρνητικά αποτελέσματα |
- αρνητική επίδραση των υπερκοστολογήσεων στο ισοζύγιο πληρωμών |
- ο προϊστάμενος του έγραψε (έκαμε) αρνητική αναφορά |
- αγαπά να παρουσιάζει τους ανθρώπους από την αρνητική τους και άσχημη πλευρά (Athanasiadis-N) |
- αναφέρει σωρεία βιβλίων, που περιέχουν αρνητικούς χαρακτηρισμούς για την ιατρική επιστήμη (Thrylos) |
- η απουσία των θεσμών ελευθερίας προκαλεί αρνητικές επιδράσεις στην επιστημονική δημιουργία (IPesmazoglou) |
- τα μοναστήρια δεν είχαν ακόμα τον αρνητικό χαραχτήρα, που απόχτησαν αργότερα (Sardelis)
- ④ math, phys & anthrop less than or below zero, preceded by the minus sign, negative (ant θετικός):
- αρνητική θερμοκρασία below zero temperature |
- ~ αριθμός negative number |
- αρνητική ποσότητα minus quantity |
- αρνητική σχέση παρουσιάζουν η ομάδα των γυναικών της Θράκης και η ομάδα των ανδρών της δυτικής Mικράς Aσίας (Poulianos)
- ⓓ phys opposite in direction or position to an arbitrarily selected positive:
- αρνητική φορά negative direction, negative sense
- ⓔ electr relating to, charged w., or containing negative electricity, negative (ant θετικός):
- ~ |
- αρνητική φόρτιση (or αρνητικό φορτίο) negative charge |
- αρνητικό ιόν negative ion, anion (syn ανιόν) |
- αρνητικό ηλεκτρόδιο negative electrode
- ⑤ photography reproducing the bright parts of the subject as dark areas and the dark parts as light areas, negative:
- αρνητική εικόνα |
- o Aλέξης Zορμπάς είναι ένας δεύτερος Kαζαντζάκης, κάτι σαν η αρνητική φωτογραφική πλάκα της πραγματικής του μορφής (Chatzinis)
- ⓕ typogr white-lettered on black background:
- ο τίτλος του βιβλίου τυπώθηκε ~
[fr kath αρνητικός ← postmed (Somavera) αρνητικός ← K ἀρνητικός]
- ① expressing negation or denial, negative (syn αποφατικός, ant καταφατικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνητικότητα [arnitikόtita] η, (L)
- ① negative attitude, negativism (syn αρνητισμός):
- δείχνει μια απόλυτη ~,όσον αφορά το θέμα των παιδιών |
- το ότι δεν έχει σημειωθεί πρόοδος στο διάλογο οφείλεται στην ~ της άλλης πλευράς |
- ένα πνεύμα κακότητας, αρνητικότητας, εκδικητικότητας φέρνει μαζί της η φτώχεια (Tsatsos) |
- σε στιγμές αρνητικότητας κακομεταχειρίστηκε δημιουργούς σαν τον Παλαμά (Xydis)
- ② negative or unfavorable quality:
- από τη σκοπιά τούτη ο θάνατος χάνει τη συνηθισμένη αρνητικότητά του (Theodorakop) |
- οι έξι περιπτώσεις παρουσιάζονται με διάφορες διαβαθμίσεις θετικότητας ή αρνητικότητας (Papanoutsos, adapted)
[fr kath (neol) αρνητικότης, der of αρνητικός]
- ① negative attitude, negativism (syn αρνητισμός):