Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνητικά [arnitiká] adv (L)
- negatively (syn L αρνητικώς, ant θετικά, καταφατικά):
- αντιδρά, απαντά, αποφαίνεται, επιδρά ~ |
- έγνεψε ~ |
- κούνησε ~ το κεφάλι |
- το κόμμα θα δώσει αρνητικότατα το παρών |
- μιλάω για ένα στοιχείο, που μπορεί να προσδιορισθεί μόνο ~ (Kanellop) |
- η κοινωνία τιμωρεί τους παραβάτες είτε θετικά με ποινές είτε ~ με περιφρόνηση (Evelpidis) |
- μας μιλούν ~ περισσότερο για κείνο που χάσαμε, παρά θετικά για κείνο που έρχεται (Theodorakop) |
- η έλλειψη ορισμένων βιομηχανιών επιβαρύνει ~ το ισοζύγιο πληρωμών (Zachareas)
[fr postmed (Somavera) αρνητικά, der of αρνητικός; cf αρνητικώς]
- negatively (syn L αρνητικώς, ant θετικά, καταφατικά):