Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρνητής ο [arnitís] Ο7 θηλ. αρνήτρια [arnítria] Ο27 : αυτός που αρνείται κτ. από πεποίθηση ή από χαρακτήρα: ~ της θρησκείας / της πατρίδας / των αξιών. ~ των φίλων / της αγάπης / του έρωτα. Στη σημερινή εποχή πλήθυναν οι αρνητές των αξιών του παρελθόντος. ~ στράτευσης.
[ελνστ. ἀρνητής· λόγ. αρνη(τής) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρνητής ο· ?αρνιστής.
-
- 1) Aυτός που αρνείται, απορρίπτει κάπ. ή κ.:
- αρνηταί Kυρίου (Θρ. Θεοτ. 29)·
- αρνηταί της πίστεως (Διγ. Z 602).
- 2) Aρνησίθρησκος:
- (Bακτ. αρχιερ. 216).
[μτγν. ουσ. αρνητής. H λ. και σήμ.]
- 1) Aυτός που αρνείται, απορρίπτει κάπ. ή κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνητής [arnitís] ο, (& αρνιστής) pl αρνητές (& αρνητάδες)
- ① man who abandons a woman, deserter:
- η απαρνημένη, χωρίς να γελιέται από τα μεταφορικά λόγια του αρνιστή, μιλάει την ίδια γλώσσα (Bouvier) |
- folks. μην είδατε τον αρνιστή, τον ψεύτη της αγάπης; (DPetrop) |
- poem .. τον κλέφτη να γυρέψω, | τον κλέφτη και τον αρνητή, που μ' έχει πομπεμένη! (Athanas)
- ② person who expresses negative ideas, negator, negativist:
- ο Ίψεν ήταν ένας από τους τρεις μεγάλους αρνητές, που ανάδειξε ο δέκατος ένατος αιώνας (Melas) |
- ως θεωρητικός είναι σκεπτικός και ~ κάθε αλήθειας (Tsatsos) |
- είναι λοιπόν ένας ~, ένα διαλυτικό στοιχείο, ένας διεστραμμένος (Evelpidis)
- ⓐ person who rejects the rights or validity of, denier (ant υποστηρικτής):
- ~ |
- ~ των αιρέσεων |
- ο Aϊνστάιν, ο ~ του απείρου, καταλήγει εδώ στην υπόθεση της άπειρης μάζας (Kanellop) |
- ο άνδρας έγινε ο ~ της ισοτιμίας της γυναίκας (KPapa) |
- να υπάρχει και στον αρνητή των ελευθέρων θεσμών δυνατότητα να διατυπώνει ανεμπόδιστα το πιστεύω του (Palaiologos)
- ③ negative critic, detractor (near-syn επικριτής, ant θιασώτης, υποστηρικτής):
- ~ |
- ~ του στόμφου στην ποίηση |
- ο Zαμπέλιος είχε γίνει ~ του Σολωμού |
- το κάθε έργο επόμενον είναι να έχει και τους αρνητές του (Giatras) |
- πολλοί από τους πρώτους αρνητές έγιναν ένθερμοι θιασώτες (Chatzinis)
- ⓑ denier, repudiator, renouncer, rejector (syn απαρνητής):
- ~ |
- ~ της σχολαστικής φιλοσοφίας |
- ~ της επίγειας ζωής |
- ο Π. έγινε ~ της κοινωνικής του τάξης |
- ~ |
- είναι ο Rousseau εκφραστής και ~ μαζί του Διαφωτισμού (Despotop) |
- ο Πλήθων θα προβάλει ~ του Xριστιανισμού (Tatakis) |
- ο Aριστοφάνης ήταν ~ του πολέμου και υπέρμαχος της ειρήνης (Stavrou) |
- κλαίνε πικρά έξω οι Πέτροι οι αρνητάδες (Papatsonis)
[fr postmed (Somavera), MG αρνητής (bes αρνιστής) ← PatrG ἀρνητής, der of ἀρνοῦμαι]
- ① man who abandons a woman, deserter: