Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρνησικυρία η [arnisikiría] Ο25 : (νομ.) 1. το νόμιμο δικαίωμα του αρχηγού κράτους να αρνείται την επικύρωση νόμου ή αποφάσεων της νομοθετικής εξουσίας: Aπόλυτη / ανασταλτική ή αναβλητική ~, που ματαιώνει / που αναβάλλει την επικύρωση. 2. το δικαίωμα κρατών που είναι μέλη διεθνών οργανισμών να αντιτάσσονται και να ματαιώνουν αποφάσεις της πλειοψηφίας, όταν δε συμφωνούν με αυτές· βέτο: Στο Συμβούλιο Aσφαλείας του ΟHΕ δικαίωμα αρνησικυρίας έχουν τα πέντε μόνιμα μέλη.
[λόγ. αρνησι- + κύρ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνησικυρία [arnisiciría] η, (L) polit
- veto (syn βέτο):
- προεδρική ~ |
- άσκησε το δικαίωμα της αρνησικυρίας |
- επρόκειτο για ένα νέο βήμα προς την κατοχύρωση του δικαιώματος αρνησικυρίας των Tούρκων (Christidis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρνησικυρία, cpd w. κύρος w. suff -ία]
- veto (syn βέτο):