Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρνησιδικία η [arnisiδikía] Ο25 : (νομ.) η άρνηση δικαστή να εκδικάσει μια υπόθεση.
[λόγ. αρνησι- + δίκ(η) -ία μτφρδ. γαλλ. déni de justice]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνησιδικία [arnisi∂icía] η, (L) law
- refusal by a court to hear a case:
- σε τι εσωτερικά ένδικα μέσα να γίνει προσφυγή, όταν υπάρχει συστηματική ~
[fr kath (neol Koumanoudis) αρνησιδικία, cpd of άρνησις & combin form -δικία (: δίκη); cf αντιδικία, φυγοδικία etc]
- refusal by a court to hear a case: