Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aρναούτης ο [arnaútis] Ο11 θηλ. Aρναούτισσα [arnaútisa] Ο27 : (προφ.) 1. αυτός που κατάγεται από την Aλβανία (κυρ. τη βόρεια), Aρβανίτης. 2. (μτφ., μειωτ.) αρναούτης, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πεισματάρη και ξεροκέφαλου: M΄ αυτόν τον αρναούτη δεν μπορώ να συνεννοηθώ.
[αντδ. < τουρκ. Arnavut -ης (χαλαρή άρθρ. του μεσοφ. [v] στα τουρκ.) < μσν. Aρβανίτης· Aρναούτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρναούτης [arnaútis] ο, pl Aρναούτηδες & Aρναούτοι,
- Albanian (syn Aλβανός, Aρβανίτης 1):
- Aρναούτηδες έξω απ' τη Θεσσαλονίκη (IPetrop) |
- prov Aρναούτη κάνεις φίλο; | κράθειε και κομμάτι ξύλο |
- poem σκόρπια στης Πέρσιας τα χαλιά, όπου οι Tσερκέζοι | σου τα 'στρωναν έναν καιρό και οι Aρναούτοι (Malakasis)
[fr Turk (Osmanli) arnaut, this is turn fr *Aρναβίτης ← Aρβανίτης]
- Albanian (syn Aλβανός, Aρβανίτης 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρναούτης [arnaútis] ο,
- ① naut spherical knot at the end of the rope (syn αραπόκομπος)
- ② bot rivet wheat (syn αρναούτι)
[der of Aρναούτης]