Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνίσιος s. αρνήσιος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρνίσιος -α -ο [arnísxos] Ε4 : που ανήκει σε αρνί, που προέρχεται από αυτό: Aρνίσιο κρέας. Aρνίσια παϊδάκια.
[αρν(ί) -ίσιος]