Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρνάκι το.
-
- Mικρό αρνί:
- (Πιστ. βοσκ. IV 2, 80).
[<ουσ. αρνί + κατάλ. ‑άκι. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Mικρό αρνί:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνάκι [arnáci] το,
- ① small lamb, lambkin, lambling (syn προβατάκι):
- phr ο λύκος και τ' ~ |
- τ' αρνάκια βυζαίνουν |
- γέννησε η προβατίνα κ' έκανε ένα άσπρο ~ |
- ενώ το θείο βρέφος γυρίζει το κεφάλι προς τη μητέρα του, κρατάει από τ' αφτιά ένα ~ |
- ένα ~ προχώρησε ήσυχα ήσυχα ως το παχνί με το βρέφος (Petsalis) |
- είδα τ' άσπρο ~ που γεννήθηκε μόλις προχτές (Papantoniou) |
- το κοριτσάκι, με το κεφάλι σκυφτό, την ακολούθησε όπως το ~ την προβατίνα (Vasilikos) |
- poem .. το ~ |
- άιντε προβατάκια μου, | περπατάτε αρνάκια μου |...| και μας πήρεν η βραδιά (Papantoniou) |
- κι ως θα πηγαίνει ο Δήμος | τ' αρνάκια στη βοσκή, | θα λέει ένα τραγούδι | γλυκό σαν προσευκή (Karyotakis)
- ② fig a person innocent, gentle or weak as a little lamb (syn αρνί 2):
- είναι ~ |
- τον έκανε ~ |
- η Στρίγγλα που έγινε ~ |
- θα σε κάμω να στέκεσαι μπροστά μου ~ |
- οι δικοί του τον εφοβούντο σα διάβολο· η γυναίκα του τον έτρεμε, η αδελφή του η γριά ποτέ δεν του έλεγε όχι· τα παιδιά του αρνάκια (Xenop) |
- ένας διάλογος που εμφανίζει τον ένα από τους δυο αδελφούς να 'ναι το '~ του θεού' και τον άλλον το 'λιοντάρι του θεού' (Kanellop) |
- ξαφνικά ξεσπάει άσκημα, ύστερα μαλακώνει πάλι κ' είναι ~,κοιμισμένο ~
- ③ flesh of lamb used as food, lamb (syn αρνί 1b):
- αγόρασα, ψώνισα ~ |
- άλλοι λειψό ψωμί ζυμώσαν, άλλοι ψήσαν ~ |
- όσο για τον καταναλωτή των αστικών κέντρων που δεν μπορεί να πληρώσει το ανθυγιεινό ~, αυτός αποτελεί μειονότητα (PSolomos) |
- το σκύλο σου θα σου τον συγυρίσουνε καλά οι μαυραγορίτες! θα τον πουλήσουνε για ~ του γάλακτος (Nakou) |
- η κ. Tαγματάρχου του ετοίμασε εκλεκτά εδέσματα |
- τυρόπιτα, ~ στο φούρνο με γεώμηλα, σβίγγους στο τέλος (Petsalis) |
- poem αρνάκια ψένω στον Πλατό και για να ξαμαρταίνω, | στ' Aρέθα τάζω λαγιαρνί, δαμάλι στην Tατάρνα! (Athanas)
[fr postmed αρνάκι (17th c.), dimin of MG αρνί, αρνίν; cf αρνί]
- ① small lamb, lambkin, lambling (syn προβατάκι):