Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμόνιο το [armónio] Ο42 : μουσικό όργανο με πλήκτρα, που τον ήχο του τον παράγουν παλλόμενα γλωσσίδια, τα οποία τίθενται σε κίνηση είτε μέσο του αέρα που διοχετεύει ειδικός φυσητήρας είτε μέσο ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. αντδ. < ιταλ. armonio < γαλλ. harmonium < harmonie < αρχ. ἁρμονία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμόνιο [armόnio] το, gen αρμόνιου & αρμονίου, mus
- reed-organ, harmonium:
- το ~ ανάδωσε ξαφικά ένα βαθύν ήχο, που ξεχύθηκε σαν πολύπτυχο ριπίδι (Chatzinis) |
- έξαφνα, από μια μισάνοιχτη πόρτα της αυλής ξεχύθηκαν μέσα στη γαλήνη γλυκύτατοι τόνοι αρμονίου (Ouranis) |
- η λειτουργία με την μουσικήν υπόκρουση του αρμόνιου έχει μια υψηλή μεγαλοπρέπεια σα θέαμα και σαν ακρόαμα (Athanasiadis-N) |
- poem .. σιωπούν για πάντα | κάτου απ' τους θόλους τους ψηλούς τ' αρμόνια (Karvounis) |
- προσκέφαλά τους όργανα εξοντωμένα | ραχιτικοί φωνόγραφοι | τρύπιες φυσαρμόνικες | αρμόνια γονατισμένα (Seferis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρμόνιον ← LLat harmonium]
- reed-organ, harmonium: