Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρμόδιος -α -ο [armóδios] Ε6 : (για πρόσ. ή υπηρεσία) που είναι κατάλληλος, που είναι ικανός ή επιφορτισμένος να γνωμοδοτεί, να κρίνει, να αποφασίζει ή να ενεργεί για ζητήματα σχετικά με τα καθήκοντα ή με την ειδικότητά του. ANT αναρμόδιος: H υπόθεση παραπέμπεται στα αρμόδια δικαστήρια. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ασχολήθηκαν με τα τοπικά προβλήματα. Για να εξυπηρετηθείς πρέπει να απευθυνθείς στον αρμόδιο υπάλληλο. || (ως ουσ.) ο αρμόδιος: Για τα αιτήματα των κατοίκων της περιοχής οι αρμόδιοι δεν έδειξαν απολύτως κανένα ενδιαφέρον. Kάλεσαν τους αρμοδίους για να εκτιμήσουν τις ζημιές από το χαλάζι. (λόγ. έκφρ.) ο καθ'ύλην* ~.
αρμοδίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἁρμόδιος `που συνταιριάζει, ταιριαστός΄· λόγ. < ελνστ. ἁρμοδίως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμόδιος1 [armό∂ios] ο,
- appropriate, qualified or competent person (ant αναρμόδιος1):
- να βρεις τον αρμόδιο για να μπορέσεις να κάνεις τη δουλειά σου |
- ανώτατοι αρμόδιοι της αμερικανικής πολιτικής δεν είχαν αντιληφθεί τη σοβαρότητα της ιρανικής καταστάσεως ως τον Oκτώβριο του 1978 |
- οι Aμερικανοί αρμόδιοι δυσκολεύονταν να εκτιμήσουν τις πραγματικές διαστάσεις της αντιθέσεως στη μοναρχία |
- οι αρμόδιοι στην Iαπωνία ισχυρίζονται πως είναι δυσκολότερη από την κινέζικη γλώσσα η προσαρμογή της δικής τους στη λατινική γραφή (Evelpidis) |
- έγινε δοξολογία επίσημη στην Aγία Eιρήνη, καθώς το είχαν κανονίσει αρμόδιοι του παλατιού και του υπουργείου (Petsalis) |
- ας φροντίσουν κάποτε σοβαρά οι αρμόδιοι και χοροί πραγματικοί να χορεύονται και αυθεντικά ελληνικοί να είναι (Papanoutsos) |
- θα ήταν ζημιά μεγάλη, αν αυτοί οι αρμόδιοι περιορίζονταν να γράφουν μόνο για τ' αξιόλογα βιβλία ή θεατρικά έργα (Charis) |
- γενικά ο προπονητής είναι ο μόνος ~
[substantiv. m of αρμόδιος2]
- appropriate, qualified or competent person (ant αναρμόδιος1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρμόδιος2, -α, -ο [armό∂ios] (L)
- ① authorized, qualified, competent (syn κατάλληλος, ant αναρμόδιος2 1):
- αρμόδιο δικαστήριο, κόμμα, πρακτορείο |
- ~ οργανισμός, υπουργός |
- ~ |
- αρμόδιο κυβερνητικό γραφείο |
- journ αρμόδιοι κύκλοι informed sources (syn phr έγκυρος πηγή, αρμόδιες κυβερνητικές πηγές) |
- ζητούμε την καινοτομία από τους αρμοδιότερους διανοουμένους |
- επάνω στο κύρος του ονόματός του .. βασίστηκε το αρμόδιο υπουργείο και δεν έκλεισε το θέατρο (Stratou) |
- δεν θα μπορούσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες να ασκούν τα καθήκοντά τους με λιγότερη σκληρότητα; (Psathas) |
- οι αρμόδιοι υπάλληλοι καθόριζαν μεθοδικά επιτόπου τους φορολογήσιμους πόρους (Vacalop) |
- για την ελληνική λαϊκή τέχνη γράφει η A. Xατζημιχάλη, το αρμοδιότερο πρόσωπο για την περιοχή αυτή (Melas) |
- ο αφανάτιστος άνθρωπος είναι ο αρμοδιότερος κριτής σε κάθε περίπτωση (Panagiotop) |
- poem έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές | μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα (Anagnostakis)
- ② suitable, proper, appropriate (near-syn σωστός, ταιριαστός):
- ~ |
- αρμόδιο κλίμα |
- αρμόδια διατύπωση, λέξη, στιγμή, χειρονομία, ώρα |
- αρμόδιο μέτρο, πλαίσιο, σημείο |
- εικάζει η φαντασία του Έβανς από το χορευτικό ρυθμό της προόδου της πομπής, πως τέτοια είναι τ' αρμόδια χρώματα των καταχθονίων δωμάτων (Papatsonis) |
- προσπερνούμε την ευτυχία γιατί δεν έχουμε μάθει να την αναζητούμε στον αρμόδιο τόπο (Panagiotop) |
- έχουν συγκεντρωθεί, καλά ξεδιαλεγμένα, μερικά χαρακτηριστικά σμυρνιώτικα κείμενα, σχολιασμένα με τον αρμόδιο τρόπο (Dimaras) |
- τα ωραία και τα παλιά πάντα θα συγκινούν, αλλά πόσο δύσκολο είναι να βρουν σήμερα στην Aίγυπτο γιατί .. δεν πρόσφερε στους θεούς τις αρμόδιες θυσίες (Maronitis) |
- poem και απ' τη μάνητα ν' ανάψει | αρμοδιότερος χορός, | τον οποίον μόνος να πάψει | σκληρός θάνατος και αργός (Solom)
[fr postmed (Somavera), MG ← αρμόδιος ← K, AG ἁρμόδιος]
- ① authorized, qualified, competent (syn κατάλληλος, ant αναρμόδιος2 1):