Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμπιτράζ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρμπιτράζ [arbitráz] το, stock exch
  • arbitration of exchange, arbitrage (syn phr πρόκριση συναλλαγής):
    • το μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος από την πώληση των λιρών το χρησιμοποίησαν .. για να κερδοσκοπούν, κάνοντας ~ |
    • σκοπός της πολιτικής αυτής ήτανε μετά πάροδον ορισμένου χρόνου, ν' απαγορευθούν τελείως οι πράξεις σε χρυσό .. και θα έπαυε και το ~ που θα εγίνετο μεταξύ Aιγύπτου, Iταλίας και Eλλάδος (id.)

[fr Fr arbitrage such as Fr arbitrage de change 'arbitration of exchange' etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες